καπράω

From LSJ
Revision as of 23:36, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπράω Medium diacritics: καπράω Low diacritics: καπράω Capitals: ΚΑΠΡΑΩ
Transliteration A: kapráō Transliteration B: kapraō Transliteration C: kaprao Beta Code: kapra/w

English (LSJ)

of sows,    A want the boar, Arist.HA572b24: metaph., to be lecherous, καπρῶσα γραῦς Ar.Pl.1024, cf. Men.917.

German (Pape)

[Seite 1324] (κάπρος), von wilden Schweinen, ranzen, läufisch sein, ἔχειν πρὸς τὴν ὀχείαν ὁρμητικῶς, Arist. H. A. 6, 18; VLL. Übertr. von geilen Weibern, Ar. καπρῶσα γραῦς, Plut. 1024 Eccl. 927; Menand. bei Artemid. 1, 12.

Greek (Liddell-Scott)

καπράω: ἐπὶ θηλειῶν ὑῶν, ὅταν ὀργῶσι πρὸς ὀχείαν καὶ ζητῶσι τὸν κάπρον, Λατ. subare, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 17· ─ μεταφ., εἶμαι αἰσχρὸς, ἀκόλαστος, λάγνος, καπρῶσα γραῦς Ἀριστοφ. Πλ. 1024, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 320· ─ ὡσαύτως, καπρίζω, καπρώζω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être en rut.
Étymologie: κάπρος.

Greek Monotonic

καπράω: (κάπρος), μεταφ., είμαι αισχρός, ακόλαστος ή λάγνος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καπράω:
1) (о свиньях) находиться в периоде полового возбуждения Arst.;
2) перен. распутничать Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καπράω [κάπρος] geil zijn:. γραὸς καπρώσης τἀφόδια κατεσθίειν de inkomsten van een geil oud wijf verbrassen Aristoph. Pl. 1024.

Middle Liddell

καπράω, κάπρος
metaph. to be lewd or lecherous, Ar.