καταστρηνιάω

From LSJ
Revision as of 11:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστρηνιάω Medium diacritics: καταστρηνιάω Low diacritics: καταστρηνιάω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΡΗΝΙΑΩ
Transliteration A: katastrēniáō Transliteration B: katastrēniaō Transliteration C: katastriniao Beta Code: katastrhnia/w

English (LSJ)

A behave wantonly towards, τοῦ Χριστοῦ 1 Ep.Ti. 5.11.

Greek (Liddell-Scott)

καταστρηνιάω: φέρομαι ἀκολάστως πρός τινα, τινος Α' Ἐπιστ. π. Τιμθο. ε', 11· ὁ Ἰω. Χρυσ. ἑρμηνεύει θρύπτεσθαι, ἀκκίζεσθαι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire fi de, gén..
Étymologie: κατά, στρηνιάω.

English (Strong)

from κατά and στρηνιάω; to become voluptuous against: begin to wax wanton against.

English (Thayer)

1st aorist subjunctive καταστρηνιάσω (future στρηνιάω); to feel the impulses of sexual desire (A. V. to grow wanton); (Vulg. luxurior): τίνος, to one's loss (A. V. against), Ignatius ad Antioch. c. 11.

Greek Monotonic

καταστρηνιάω: φέρομαι ακόλαστα έναντι κάποιου, τινός, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

καταστρηνιάω: презрительно отмахиваться, пренебрежительно относиться (τινος NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-στρηνιάω wellustig zijn tegen, met gen.: ὅταν γὰρ καταστρηνιάσωσι τοῦ Χριστοῦ wanneer zij door hun wellustigheid van Christus vervreemd zijn NT 1 Tim. 5.11.

Middle Liddell

to behave wantonly towards, τινός NTest.

Chinese

原文音譯:katastrhni£w 卡他-士特雷你阿哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-站
字義溯源:放縱情慾,情慾發動,任性放縱;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(στρηνιάω)=奢華)組成;其中 (στρηνιάω)出自(στρῆνος)*=濫用,奢華),類似(στερεός)=堅硬的,徹底的),而 (στερεός)出自(ἵστημι)=站*)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 她們情慾發動(1) 提前5:11