πιεστήριος
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
later πῐαστήριος, ον, A pressing, squeezing, πιαστήρια ὄργανα Heliod. ap. Orib.49.4.68. II πιεστήριον, τό, press, Dsc.4.75; Dor. πιαστήριον Gloss.
German (Pape)
[Seite 613] drückend, pressend (?).
Greek (Liddell-Scott)
πιεστήριος: -ον, ὁ πιέζων, συνθλίβων, πιεστηρίων ὀργάνων Ἡλιόδ. ἐν Schneid. Ed. Phys. 1. σ. 467 (ἔνθα κακῶς πιατηρίων)· ― πιεστήριον (ἐξυπ. ὄργανον), τό, ὡς καὶ νῦν, μηχανὴ πρὸς πίεσιν, Συνέσ. 201C· Δωρ. πιαστήριον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-α, -ο / πιεστήριος, -ον, ΝΜΑ, και πιαστήριος Α πιεστήρ
1. αυτός με τον οποίο πιέζει, συνθλίβει κανείς κάτι («πιαστήρια /ὄργανα», Ηλιόδ.)
2.το ουδ. ως ουσ. το πιεστήριο(ν) και πιαστήριον
το όργανο με το οποίο πιέζει, συνθλίβει κανείς κάτι
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. 1.το πιεστήριο
κάθε όργανο ή μηχάνημα που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία και βιοτεχνία για συμπίεση, σύνθλιψη διαφόρων σωμάτων και εμφανίζεται με διάφορες μορφές και συστήματα ανάλογα με την ειδική χρήση του, κν. πρέσα
2. φρ. α) «πιεστήριο συσκευασίας» — χειροκίνητο ή μηχανοκίνητο πιεστήριο που χρησιμοποιείται για τη συσκευασία βιομηχανικών ή γεωργικών προϊόντων
β) «υδραυλικό πιεστήριο» — πιεστήριο που στηρίζεται στην αρχή του Πασκάλ και χρησιμοποιείται για τη δημιουργία πολύ υψηλών πιέσεων προκειμένου να ελεγχθεί η ανθεκτικότητα μετάλλινων οργάνων ή μηχανών ή η κατεργασία μετάλλων
γ) «τυπογραφικό πιεστήριο» — το πιεστήριο που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία για εκτύπωση με πίεση πάνω σε χαρτί κειμένων και εικόνων
δ) «στιλβωτικό πιεστήριο»
(υφαντ.) μηχανική διάταξη με την οποία εφαρμόζεται πίεση σε ένα ύφασμα και λειαίνεται και γυαλίζεται η επιφάνειά του
ε) «πιεστήριος μυς»
ανατ. μυς που προκαλεί τη σύσφιγξη μεταξύ τών δύο μερών ενός οργάνου του σώματος.