ἀρχίδιον

From LSJ
Revision as of 23:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχίδιον Medium diacritics: ἀρχίδιον Low diacritics: αρχίδιον Capitals: ΑΡΧΙΔΙΟΝ
Transliteration A: archídion Transliteration B: archidion Transliteration C: archidion Beta Code: a)rxi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of A ἀρχή 11.3, petty office, Ar.Av.1111; ὑπηρετεῖν τοῖς ἀρχιδίοις = serve the petty magistrates, serve the petty officers, D.18.261. II Dim. of ἀρχή 1, ἐξ ἀρχιδίου = from its small beginning (?) dub. in Philol.21 (ἐξ ἀρχᾶς ἀιδίω Rose).

German (Pape)

[Seite 366] τό, dim. von ἀρχή, Aemtchen. Ar. Av. 1111; niederer Beamter, Dem. 18, 261.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀρχὴ (ΙΙ. 3), μικρόν, ἀνάξιον λόγου ὑπούργημα. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1107· ὑπογραμματεύων καὶ ὑπηρετῶν ἀρχιδίοις Δημ. 314. 7. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ ἀρχὴ Ι, Φιλόλ. Στοβ. Ἐκλογ. 1. 420, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5235. - ἐξ ἀρχιδίων = ἀπ’ ἀρχῆς, ἀνέκαθεν, Ἐπιγραφ. Δήλου (μέσα τοῦ Β΄ αἰῶνος π.Χ.) BCH. III. 292, στ. 3.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
charge subalterne.
Étymologie: dim. de ἀρχή.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 principio ἐξ ἀρχιδίου Philol.B 21.
2 irón. carguito κἂν λαχόντες ἀ. εἶθ' ἁρπάσαι βούλησθέ τι Ar.Au.1111, personif. ὑπηρετεῖν τοῖς ἀρχιδίοις D.18.261.

Greek Monolingual

ἀρχίδιον, το (Α) αρχή
μικρό, ανάξιο λόγου δημόσιο λειτούργημα.

Greek Monotonic

ἀρχίδιον: τό, υποκορ. του ἀρχή (II 3), μικρή αρχή, εξουσία, αξίωμα, κατώτερος αξιωματικός (στον βαθμό), σε Αριστοφ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχίδιον: τό
1) незначительная должность Arph.;
2) мелкий чиновник Dem.

Middle Liddell

[Dim. of ἀρχή II.3]
a petty office, petty officer, Ar., Dem.