διαπνοή

From LSJ
Revision as of 17:30, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπνοή Medium diacritics: διαπνοή Low diacritics: διαπνοή Capitals: ΔΙΑΠΝΟΗ
Transliteration A: diapnoḗ Transliteration B: diapnoē Transliteration C: diapnoi Beta Code: diapnoh/

English (LSJ)

ἡ, A outlet, vent for the wind, Arist.Mete.368b9: pl., gap, interstice, Erot. s.v. διαρόλχας; pores, Aret.CA2.7; organs of respiration, Id.SA1.5. II exhalation, Thphr.CP16.6. III transpiration, Hp.Alim.28, Alex.Aphr.Pr.2.60, Gal.15.180, Aret. SA1.10; of vapours or humours, Id.CA1.1, CD2.13. IV expulsion of flatus, Id.SD2.8.

German (Pape)

[Seite 596] ἡ, 1) das Durchwehen, Arist. meteor. 2, 8. – 2) das Ausathmen, Ausdünsten, Plut., Medic.

Greek (Liddell-Scott)

διαπνοή: ἡ, δίοδος, τόπος πρὸς ἔξοδον τοῦ ἀνέμου, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 38· οὕτω διάπνοια Πολυδ. Β΄, 219, Γεωπ. 7. 6, 10. ΙΙ. ἐξάτμισις, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 16, 6· ἱδρώς, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
transpiration, évaporation.
Étymologie: διαπνέω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I paso, salida del aire ἡ γῆ ... οὐκ ἔχει διαπνοὴν οὐδεμίαν Hp.Nat.Puer.24, διὰ τὸ τὴν θάλατταν μὴ διδόναι διαπνοὴν τῷ πνεύματι al no dejar el mar paso al aire Arist.Mete.368b9, cf. Gr.Nyss.Hom. in Cant.169.13
medic. en plu. vías respiratorias ἢν ... κλύδων δὲ ὑγρῶν ἀναπνέῃ ἐς τὰς διαπνοάς si la corriente de líquidos sube a las vías respiratorias Aret.SA 1.5.
II abstr.
1 transpiración del cuerpo humano τὰ ὑγρὰ εὔροα, καὶ πολλὴ ἡ δ. Aret.SA 1.10, τὸ δ' (ἔλαιον) οὐκ ἔχον διαπνοὴν ὑπὸ συνεχείας Plu.2.702c, cf. Gal.15.180, Alex.Aphr.Pr.2.60.
2 evaporación ὥστε διὰ πάντων εἶναι τὴν εὐωδίαν, λεπτότητός τε, καὶ χωρισμοῦ καὶ διαπνοῆς de forma que por todas estas cosas se produce la fragancia, por la ligereza, la separación y la evaporación del vino, Thphr.CP 6.16.6.
3 disipación, expulsión c. gen. δ. τῶν ἐν τῷ θώρηκι ἀτμῶν expulsión de los gases del pulmón Aret.CA 1.1.20, τῶν κακῶν χυμῶν Aret.CD 2.13.9, cf. SD 2.8.2.

Greek Monolingual

η (Α διαπνοή) διαπνέω
η αποβολή υδρατμών και διοξειδίου του άνθρακα μέσω τών πόρων τών φυτών, τών ζώων και του ανθρώπου και η πρόσληψη οξυγόνου
νεοελλ.
φρ. «άδηλος διαπνοή» — η διαπνοή, επειδή ποσοτικώς αντιστοιχεί προς το ένα εκατοστό της αναπνοής που συντελείται με τους πνεύμονες
αρχ.
1. δίοδος για το πέρασμα του ανέμου
2. εξάτμιση.

Russian (Dvoretsky)

διαπνοή:
1) проток воздуха (διαπνοὴν διδόναι τῷ πνεύματι Arst.);
2) испарение (τὸ οὐκ ἔχον διαπνοὴν παλαιοῦται Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπνοή -ῆς, ἡ [διαπνέω] transpiratie.