διασκάπτω
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
English (LSJ)
Dor. 3pl. fut. A -σκάψοντι Tab.Heracl.1.131:—dig through, ἰσθμόν Paus.2.1.5; δ. τὰ τείχη make a breach in them, Lys. 13.14; ῥόως τῷ ὕδατι make a breach for water in the canals, Tab.Heracl. l. c., cf. Ph.Bel.98.27: also c. gen., τοῦ τείχους Plu.Pyrrh. 33; excavate, τάφον Charito 8.7.
German (Pape)
[Seite 602] durchgraben, ganz niederreißen, τὰ μακρὰ τείχη Lys. 13, 14, u. Sp., z. B. τάφον Charit. 8, 7; auch τείχους, ein Stück der Mauer, Plut. Pyrrh. 83.
Greek (Liddell-Scott)
διασκάπτω: σκάπτων διανοίγω ἢ ἀνατρέπω, καταστρέφω, Παυσ. 2. 1, 5· δ. τὰ τείχη Λυσ. 131. 5· ὡσαύτως μετὰ γεν., τοῦ τείχους Πλούτ. Πύρρ. 33.
French (Bailly abrégé)
fouiller, creuser.
Étymologie: διά, σκάπτω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [dór. fut. 3a plu. διασκάψοντι TEracl.1.131 (IV a.C.)]
1 horadar, abrir excavando c. ac. objeto ὅλα τὰ μακρὰ τείχη Lys.13.14, Μίμαντα (ὄρος) Paus.2.1.5, τὸν ἐπέκεινα τόπον Plu.2.924c, cf. D.S.20.36, τόν τε Κορίνθιον Ἰσθμόν Plu.Caes.58, τὴν οἰκίαν Plu.2.213d, τὸν τάφον Charito 8.7.7, τὰ περὶ τὴν ἑστίαν Ael.VH 6.9, en v. pas. Ael.NA 13.6, c. gen. τοῦ τείχους Plu.Pyrrh.33, c. ac. de resultado ὁδὸν στενήν D.S.14.48
•abs. hacer una excavación D.Chr.32.88.
2 desviar por medio de una excavación τὼς ῥόως TEracl.l.c.
3 escarbar (ταῦρος) διασκάπτων τὴν ἐν ποσὶ γῆν Philostr.Iun.Im.4.1.
Greek Monolingual
(AM διασκάπτω)
1. ανοίγω αυλάκι σκάβοντας
2. καταστρέφω, ανατρέπω
3. ανασκάπτω, ξεσκάβω.
Greek Monotonic
διασκάπτω: μέλ. -ψω, ανατρέπω σκάβοντας, με γεν., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διασκάπτω: срывать, разрушать, сносить (τὰ μακρὰ τείχη Lys.; τοῦ τείχους, sc. μέρος τι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σκάπτω helemaal slopen:. ὅλα τὰ μακρὰ τείχη διασκάψαι de lange muren in hun geheel te slopen Lys. 13.14. door... heen graven, hakken, met acc.; met gen.: τοῦ τείχους διασκάπτειν een bres te maken in de muur Plut. Pyrrh. 33.1. uitgraven:. τάφον een graf Plut. Sert. 9.6.
Middle Liddell
fut. ψω
to dig through, c. gen., Plut.