κατάπλοος
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
contr. κατάπλους, ὁ, A sailing down, bearing down, Th.4.10; sailing to land, putting ashore, ib.26; ὁ Σικελικὸς κ. the arrival of the corn-fleet from Sicily, D.56.9. 2 sailing down stream, esp. down the Nile, ὁ κατ' ἐνιαυτὸν εἰς Ἀλεξάνδρειαν κ. OGI90.17 (Rosetta, ii B. C.), cf. PTeb.27.103 (ii B. C.). II sailing back, return, ὁ οἴκαδε κ. X.HG1.4.11; παρῆν τις ἐκ κ. one who had just returned, Plb.15.23.3.
German (Pape)
[Seite 1371] zsgz. -πλους, ὁ, das Herabfahren zu Schiffe, das ans Land Fahren, die Landung; Thuc. 4, 26; ἐκ κατάπλου πολιορκεῖν τὴν πόλιν, sogleich nach der Landung, Pol. 3, 40, 3, öfter; τοῦ οἴκαδε κατάπλου, Rückfahrt, Xen. Hell. 1, 4, 11. – Auch = der Landungsplatz, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπλοος: συνῃρημ. -πλους, ὁ, τὸ πλέειν πρὸς τὴν ξηράν, προσορμίζεσθαι, Θουκ. 4. 10, 26· ὁ Σικελικὸς κ., ἡ ἄφιξις τῶν σιτοφόρων πλοίων ἐκ τῆς Σικελίας, Δημ. 1285. 21· ἐκ κατάπλου, ἀμέσως μετὰ τὴν προσόρμησιν, ὡς τὸ ἐξ ἐφόδου περὶ τοῦ πεζοῦ στρατοῦ, ἐκ κ. πολιορκεῖν τὴν πόλιν Πολύβ. 15. 23, 3. ΙΙ. ὁ κατὰ τὴν ἐπάνοδον πλοῦς, ἐπιστροφή, ὁ οἴκαδε κ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 11· ἔτι ὁ τόπος, ὅπου καταπλέει τις, μεταγεν.
French (Bailly abrégé)
όου (ὁ) :
1 trajet en venant de la haute mer ; débarquement;
2 retour par mer.
Étymologie: καταπλέω.
Greek Monotonic
κατάπλοος: συνηρ. -πλους, ὁ (καταπλέω),
I. πλεύση προς την ξηρά, προσόρμιση, σε Θουκ.
II. πλεύση προς τα πίσω, επάνοδος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κατάπλοος: стяж. κατάπλους ὁ
1) прибытие кораблей, высадка: τοῖς (Λακεδαιμονίοις) ἀφειδὴς ὁ κ. καθεστήκει Thuc. лакедемоняне производили высадку не щадя кораблей; ὁ Σικελικὸς κ. Dem. прибытие кораблей из Сицилии; ἐκ κατάπλου πολιορκεῖν τὴν πόλιν Polyb. тотчас же после высадки начать осаду города;
2) обратное плавание, возвращение (οἴκαδε Xen.).
Middle Liddell
καταπλέω
I. a sailing down to land, a putting ashore, putting in, Thuc.
II. a sailing back, return, Xen.