λαδρέω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
A flow strongly, λαδρέοντι τοὶ μυκτῆρες Sophr.135.
Greek (Liddell-Scott)
λαδρέω: (λα- ῥέω) ῥέω ἰσχυρῶς, λαδρέοντι δέ τοι μυκτῆρες, ἀντὶ τοῦ μεγάλως ῥέουσι, Ποιητὴς Δωρ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 1. 123.
Greek Monolingual
λαδρέω (Α)
ρέω σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. λαδρέω < επιτατικό μόριο λα- + ρέω].
Frisk Etymological English
(α)
Grammatical information: v.
Meaning: run, flee, of the μυκτῆρες (Sophr. 135).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained; very uncertain. V. Wilamowitz proposes to read πλαδαρέοντι. Fur. 199 compares λατραβός, λαιδρός, λαθροῦν, λαιθαρύζειν.
Frisk Etymology German
λαδρέω: (ā̆)
{ladréō}
Grammar: v.
Meaning: rinnen, fließen, von den μυκτῆρες (Sophr. 135).
Etymology: Unerklärt; sehr unsicher. v. Wilamowitz will dafür πλαδαρέοντι lesen.
Page 2,71