ξενοδοκέω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
Ion. ξεινο-, A entertain guests or strangers. Hdt.6.127, E.Alc.552, AP10.16 (Theaet.), etc. :—later ξενο-δοχέω, 1 Ep.Ti.5.10, Max. Tyr.32.9, Cod.Just.1.3.45.1b. II testify, Pi.Fr.311 :— Med., Hsch.
German (Pape)
[Seite 277] u. ξενοδοχέω, ion. u. ep. ξεινοδοκέω, Fremde, Gastfreunde aufnehmen, bewirthen, beherbergen; ξεινοδόκησε δαίμων, Pind. frg. 278, wo es = μαρτυρέω sein soll; ξεινοδοκέων πάντας ἀνθρώπους, Her. 6, 128; Plat. Rep. IV, 419.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοδοκέω: Ἰων. ξεινο-, ὑποδέχομαι, περιποιοῦμαι ξένους, φιλοξενῶ, Ἡρόδ. 6. 127, Εὐρ. Ἄλκ. 552, Ἀνθ., κτλ.· - παρὰ μεταγεν. ξενοδοχέω, Α΄ Ἐπ. π. Τιμ. ε΄, 10· ἴδε ἐν λέξ. ξενοδόκος. ΙΙ. μαρτυρῶ, Πινδ. Ἀποσπ. 278.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
accueillir les étrangers.
Étymologie: *ξενοδόκος, v. ξενοδόχος.
English (Slater)
ξενοδοκέω
1 be hospitable met. Apollon., Lexic. Homer., 117. 25B., ὁ δὲ Πίνδαρος· ξεινοδόκησέν τε δαίμων, ἀντὶ τοῦ ἐμαρτύρησε (cf. Simonides, fr. 51D) fr. 311.
Greek Monotonic
ξενοδοκέω: Ιων. ξεινο-, περιποιούμαι φιλοξενούμενους ή ξένους, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· μεταγεν. Ελλ., ξενοδοχέω, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ξενοδοκέω: ион. ξεινοδοκέω
1) оказывать гостеприимство, радушно принимать у себя (πάντας ἀνθρώπους Her.);
2) (= μαρτυρέω) свидетельствовать Pind.
Middle Liddell
ξενοδοκέω,
ionic ξεινο-, to entertain guests or strangers, Hdt., Eur., etc.:—in late Gr. ξενοδοχέω, NTest. [from ξενοδόκος