πίτυρον
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
[ῐ], τό, A husks of corn, bran, in sg., Thphr.HP8.4.4, Dsc.2.85.2, Gal.6.481: mostly in plural, Hp.Acut.21, al., PCair.Zen.355.87 (iii B.C.), etc.: used in magical ceremonies, D.18.259, Theoc.2.33. 2 bran-like eruption on the skin, esp. the head, scurf, dandruff, Dsc.1.30. 3 bran-like sediment in urine, Hp.Nat.Hom.14.
German (Pape)
[Seite 622] τό, Kleie, Hülse des gemahlenen od. geschrotenen Getreidekorns, lat. furfur, gew. im, plur.; Hippocr.; Dem. 18, 259; Theophr., Diosc. – Bei Aerzten ein Ausschlag auf dem Kopfe. wie Kleie, der Kleiengrind, Diosc., Erklg von ἄχωρ, B. A. 424.
Greek (Liddell-Scott)
πίτῡρον: τό, (πτίσσω) ὡς καὶ νῦν, ὁ φλοιὸς τοῦ σίτου, ἐν τῷ ἑνικ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 4, Διοσκ. 3. 107˙ ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, κ. ἀλλ.˙ ἐν χρήσει εἰς μαγικὰς τελετάς, Δημ. 313. 18, Θεόκρ. 2. 33. 2) νόσος τις τῆς ἐπιδερμίδος, μάλιστα τῆς κεφαλῆς, κοινῶς «πιτυρίδα», Λατ. furfures, porrigo, Διοσκ. 2. 114˙ πρβλ. πιτυρίασμα, πιτύρισμα. 3) καθίζημα τῶν οὔρων ὅμοιον πρὸς πίτυρα, Ἱππ. 231. 2˙ οὕτω, ὑποστάσιες πιτυρώδεις ὁ αὐτ. 46. 41, πρβλ. 213C.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
son, partie la plus grossière du blé moulu.
Étymologie: cf. πτίσσω.
Spanish
Greek Monotonic
πίτῡρον: τό (πτίσσω), φλοιός σιταριού, πίτουρο, κυρίως στον πληθ., σε Δημ., Θεόκρ.
Middle Liddell
πίτῡρον, ου, τό, πτίσσω
the husks of corn, bran, mostly in plural, Dem., Theocr.