περιαλουργός

From LSJ
Revision as of 14:57, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιᾰλουργός Medium diacritics: περιαλουργός Low diacritics: περιαλουργός Capitals: ΠΕΡΙΑΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: perialourgós Transliteration B: perialourgos Transliteration C: perialourgos Beta Code: perialourgo/s

English (LSJ)

όν, with purple all round, π. τοῖς κακοῖς double-dyed in villainy, Ar.Ach.856.

German (Pape)

[Seite 568] rings mit Purpur gefärbt, Ar. Ach. 821, ὁ περιαλουργὸς τοῖς κακοῖς, komisch.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 teint de pourpre tout autour;
2 p. ext. imprégné de ; fig. κακοῖς imbu de méchanceté.
Étymologie: περί, ἁλουργός.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που έχει πορφυρό χρώμα σε όλη την επιφάνεια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἁλουργός «πορφυρός»].

Greek Monotonic

περιᾰλουργός: -όν, αυτός που έχει βυσσινί χρώμα, κακοῖς περιαλουργός, διπλοβαμμένος, βαμμένος άσχημα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

περιᾰλουργός: досл. окрашенный пурпуром, перен. пропитанный, преисполненный (κακοῖς Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιαλουργός -ον [περί, ἁλουργός] met overal purper; overdr.. ὁ περιαλουργὸς τοῖς κακοῖς doordrenkt van kwaad Aristoph. Ach. 856.

Middle Liddell

περι-ᾰλουργός, όν
with purple all round, κακοῖς π. double-dyed in villany, Ar.