προσαραρίσκω

From LSJ
Revision as of 18:16, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰρᾰρίσκω Medium diacritics: προσαραρίσκω Low diacritics: προσαραρίσκω Capitals: ΠΡΟΣΑΡΑΡΙΣΚΩ
Transliteration A: prosararískō Transliteration B: prosarariskō Transliteration C: prosararisko Beta Code: prosarari/skw

English (LSJ)

A fit to: pf. 2 προσάρᾱρα, Ion. -άρηρα, intr., to be fitted to, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα tires firmly fitted, Il.5.725; ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῖς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν -αραρέναι X.HG4.7.6: Ep. pf. Pass., προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ Hes.Op.431.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰρᾰρίσκω: προσαρμόζω πρός...: ― πρκμ. β΄ προσάρᾱρα, Ἰωνικ. -άρηρα, ἀμεταβ., προσαρμόζομαι εἰς..., χάλκε’ ἐπίσωτρα προσαρηρότα, καλῶς προσηρμοσμένα, Ἰλ. Ε. 725· Ἰωνικός τις παθητ. πρκμ. ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσιόδ., προσαρήρεται ἱστοβοῆι Ἔργ. κ. Ἡμ. 429 (431).

French (Bailly abrégé)

ajuster ou fixer à, τινι.
Étymologie: πρός, ἀραρίσκω.

Greek Monolingual

Α
(αμτβ.) προσαρμόζομαι σε κάτι («ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῑς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν προσαραρέναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀραρίσκω «συνδέω, ταιριάζω μαζί»].

Greek Monotonic

προσᾰρᾰρίσκω: προσαρμόζω· παρακ. βʹ προσάρᾱρα, Ιων. -άρηρα· αμτβ., προσαρμόζομαι, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα, καλά προσαρμοσμένα, σε Ομήρ. Ιλ.· σε Ιων. Παθ. παρακ. προσαρήρεται, σε Ησίοδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αραρίσκω, alleen perf. προσᾰ́ρᾱρᾰ; onregelm. conj. aor. redupl. Ion. προσαρήρεται vastmaken; med.. εὖτ ’ ἂν Ἀθηναίης δμῳός... προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ wanneer de dienaar van Athene (het hout) heeft bevestigd aan de ploegboom Hes. Op. 431. act. perf. intrans. vastgemaakt zijn:. χάλκε ’ ἐπίσσωτρα προσαρηρότα bronzen wielbanden zaten erop vast Il. 5.725; ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν... προσαραρέναι als vleermuizen tegen de muren gedrukt zijn Xen. Hell. 4.7.6.

Russian (Dvoretsky)

προσᾰρᾰρίσκω: (только part. pf. act. προσαρηρώς и 3 л. sing. pf. pass. προσαρήρεται) прилаживать, прикреплять (ἐπίσσωτρα προσαρηρότα Hom.).

Middle Liddell

perf. 2 προσάρᾱρα ionic -άρηρα
to fit to:—intr., to be fitted to, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα tires firmly fitted, Il.: an ionic perf. pass. προσαρήρεται Hes.