συναπολείπω

From LSJ
Revision as of 14:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπολείπω Medium diacritics: συναπολείπω Low diacritics: συναπολείπω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΛΕΙΠΩ
Transliteration A: synapoleípō Transliteration B: synapoleipō Transliteration C: synapoleipo Beta Code: sunapolei/pw

English (LSJ)

A leave behind along with, τινά τινι D.S.19.69:—Pass., BGU1761.10 (i B.C.), Dsc.1.43. II intr., fail or cease together, Thphr.CP2.19.3.

German (Pape)

[Seite 1002] mit od. zugleich verlassen, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

συναπολείπω: ἀπολείπω ὁμοῦ, συναπέλιπε δ’ αὐτῷ πεζοὺς μὲν ξένους μυρίους, Μακεδόνας δὲ δισχιλίους Διόδ. 19. 69. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐκλείπω ἢ χάνομαι ὁμοῦ, συναπολείπει καὶ τὸ θερμὸν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 3.

Greek Monolingual

Α
1. αφήνω πίσω, εγκαταλείπω συγχρόνως («συναπέλιπε δ' αὐτῷ πεζοὺς μὲν ξένους μυρίους, Μακεδόνας δὲ δισχιλίους», Διόδ.)
2. (αμτβ.) εξαφανίζομαι, εκλείπω μαζί με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

συναπολείπω: одновременно оставлять (τινά τινι Diod.).