ἀγκυλομήτης
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
(Boeot. ἀγκουλομείτας Corinn.Supp.1.13), ὀ, (μῆτις) A crooked of counsel, who thinks crooked thoughts, wily, epithet of Κρόνος. Il.2.205, Od.21.415, al., Hes.Th.18, etc.; of Prometheus, ib. 546, Op.48.
German (Pape)
[Seite 15] εω, ὁ, mit krummen, listigen Planen (σκολιὰ βουλευόμενος VL.), verschlagen, nur Κρόνος bei Hom.; Prometheus bei Hes. O. 48.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
à l’esprit retors, fourbe, rusé.
Étymologie: ἀγκύλος, μῆτις.
English (Autenrieth)
εω (μῆτις): crooked in counsel, epithet of Κρόνος.
Spanish (DGE)
(ἀγκῠλομήτης) -ου
• Alolema(s): beoc. ἀγκουλομεί- Corinn.1.14
• Morfología: [gen. sg. -εω Il.2.205, Od.21.415, -αο Corinn.l.c.]
de tortuosa intención, astuto, taimado Κρόνος Il.l.c., Hes.Th.18, 137, 168, h.Ven.22, Corinn.l.c., Eleg.Alex.Adesp.Halic.9, Corn.ND 7, Poet.de herb.105
•de Prometeo, Hes.Th.546, Op.48
•de Zeus Anecd.Stud.1.266.
• Etimología: Prob. en su origen significaría ‘de curva hoz’, relacionándose el segundo término del comp. c. 1 ἀμάω q.u.
Greek Monotonic
ἀγκῠλομήτης: -ου, ὁ, ἡ (μῆτις), ύπουλος, διεστραμμένος στις σκέψεις ή στις προθέσεις του, πονηρός, πανούργος, επίθ. του Κρόνου, σε Όμηρ.· λέγεται και για τον Προμηθέα, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγκῠλομήτης: gen. εω adj. m хитроумный, изворотливый, лукавый (Κρόνος Hom.; Προμηθεύς Hes.).
Middle Liddell
μῆτις
crooked of counsel, wily, epithet of Κρόνος, Hom.; of Prometheus, Hes.