ἀνάπαιστος
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
ον, (cf. sq.) A hammered, forged, κλείς IG2.678B64, al., 11.161A94 (Delos, iii B. C.). II struck back, rebounding:—as substantive, anapaest (i. e. a dactyl reversed), D.H.Comp. 25, Heph.8, etc.; ἀ. ἀπὸ μείζους dactyl, Aristid.Quint.1.15. 2 anapaestic verse, Arist.Po.1452b23, D.H.1.25, etc.: in pl., of the Comic parabasis, Ar.Eq.504, Pax735, al.; ἀνάπαιστοι σύμπτυκτοι Pherecr.79, cf. Sch.metr.Pi.O.4.1; ἀνάπαιστόν τι something in anapaestic metre, Aeschin.1.158: ἀνάπαιστα, τά, anapaestic verses, Alciphr. 3.43; esp. of ribald or satirical songs, D.C.66.8, Plu.Per. 33.
German (Pape)
[Seite 200] zurückgeschlagen, zurückprallend, gew. ὁ ἀν., sc. πούς, der Anapäst, als Versfuß, ñ ñ –. Bes. οἱ ἀνάπ., Theil der Parabase, Ar. Equ. 504 Pax 719 Av. 684; vgl. Aesch. 1, 157; τὰ ἀνάπαιστα, in Anapästen abgefaßte Spottgedichte, übh. Spott, Plut. Pericl. 33; Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπαιστος: -ον, (ἀναπαίω) ὁ πρὸς τὰ ὀπίσω παιόμενος, ὁ ἀναπαλλόμενος, ὁ ἀντισκιρτῶν: ἐντεῦθεν ὡς οὐσιαστ., ὁ ἀνάπαιστος (ὅ ἐ. ἀνεστραμμένος δάκτυλος (dact. repercussus) ἢ ἀντιδάκτυλος)· «ἀνάπαιστος, ὁ τῷ δακτύλῳ ἀντικείμενος, ἐκ δύο βραχειῶν καὶ μακρᾶς, οὖ χάριν ἀνάπαιστος κέκληται, οἱονεὶ ἀναπεποδισμένος, τουτέστιν ἀντίστροφος δακτύλῳ ὁ καὶ ἀντιδάκτυλος» Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ.· ἀνάπαιστος λοιπὸν εἶναι ὁ ἐκ δύο βραχειῶν καὶ μιᾶς μακρᾶς συλλαβῆς (˘˘-) συνιστάμενος πούς. 2) ἀναπαιστικὸς στίχος, Ἀριστ. Ποιητ. 12. 8, Διον. Ἁλ. 1. 25, κτλ. κατὰ πληθ. ἐπὶ τῆς κωμ. παραβάσεως, Ἀριστοφ. Ἱππ. 504. Εὐρ. 735, καὶ ἀλλ.· «περὶ τῶν συμπτύκτων ἀναπαίστων ἴδε Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 283· ἀνάπαιστόν τι, κἄτι ἐν ἀναπιστικῷ μέτρῳ, Αἰσχίν. 22. 27: - ἐντεῦθεν, ἀνάπαιστα, τά, ἀναπαιστικοὶ στίχοι, σατυρικὰ ποιήματα, πολλάκις ἄσεμνα, «πολλὰ καὶ ἀσελγῆ ἀνάπαιστα ἐν ῥυθμῷ τοῦ τε κρότου καὶ τῆς βαδίσεως ᾀδόντων» Δίων Κάσσ. Ἐκλ. σ. 61. 36, Ἀλκίωρων 3. 43, Πλουτ. Περικλ. 33. - «ἀνάπαιστα, κυρίως τὰ ἐν ταῖς παραβάσεσι τῶν χορῶν ἄσματα· καὶ ἰδίως τὰ τῶν ῥυθμῶν» Ἡσύχ.· ἴδε Σεμιτέλ. Μετρικ. σ. 381 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 ὁ ἀνάπαιστος (πούς) anapeste, pied de deux brèves et d’une longue;
2 fait en vers anapestiques ; οἱ ἀνάπαιστοι parabase comique (en vers anapestiques) ; τὰ ἀνάπαιστα PLUT satires (en vers anapestiques).
Étymologie: ἀνά, παίω.
Spanish (DGE)
-ον
I forjado κλείς IG 22.1425.399 (IV a.C.), ID 1442 B.43 (II a.C.).
II subst. métr.
1 ὁ, τό anapesto (pie, ritmo, metro) στάσιμον δὲ μέλος χοροῦ τὸ ἄνευ ἀναπαίστου καὶ τροχαίου Arist.Po.1452b23, cf. D.H.1.25, Cic.Orat.56.190, Tusc.3.57, Corn.ND 30, Heph.8, Ter.Maur.367, Marc.Vict.6.p.45, Sacerd.6.498, Diom.1.478.28, PRain.1.20.4 (VI d.C.)
•ἀ. ἀπὸ μείζονος dáctilo Aristid.Quint.35.8.
2 τὸ ἀ. esp. de las alusiones insultantes de la comedia ἀνάπαιστον, ἐν ᾧ ἦν εἶναί τινας πόρνους μεγάλους Τιμαρχώδεις Aeschin.1.157, contra Pericles τὰ ἀνάπαιστα Plu.Per.33
•de cancioncillas o dichos satíricos en gener., D.C.66.8.5
•para divertir en un banquete ἀνάπαιστα συγκροτῶν Luc.Symp.18
•οἱ ἀ. los anapestos, la parábasis de la comedia, Ar.Eq.504, Au.684, Pax 735.
Greek Monolingual
ο (Α ἀνάπαιστος, -ον)
νεοελλ.
1. μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο άτονες και μία τονισμένη συλλαβή
2. στίχος που αποτελείται από αναπαίστους
αρχ.
1. αυτός που ανακρούεται, που αναπάλλεται
2. μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή
3. στίχος που αποτελείται από αναπαίστους
4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀνάπαιστοι
η παράβαση στην κωμωδία
5. (το ουδ. στον πληθ.) τὰ ἀνάπαιστα
σατιρικά ή άσεμνα ποιήματα σε αναπαιστικό μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπαίω.
ΠΑΡ. αναπαιστικός.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀναπαιστοπυρρίχιος, ἀναπαιστοσπόνδειος.
Greek Monotonic
ἀνάπαιστος: -ον, αναπαλλόμενος, αυτός που ανασκιρτά· ως ουσ., ο ἀνάπαιστος (δηλ. ανάποδος δακτύλιος), αναπαιπτικός στίχος, σε Αριστοφ.· ἀνάπαιστα, τά, αναπαιστικά, σατιρικά ποιήματα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάπαιστος: отраженный назад, стих. обратный дактилю, анапестический (πούς): ἀνάπαιστόν τι Aeschin. какое-л. стихотворение в анапестах.
Middle Liddell
[From ἀναπαίω
struck back, rebounding: as substantive an anapaest (i. e. a dactyl reversed), an anapaestic verse, Ar.; ἀνάπαιστα, τά, anapaestics, satire, Plut.