ἀσθμαίνω

From LSJ
Revision as of 12:55, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσθμαίνω Medium diacritics: ἀσθμαίνω Low diacritics: ασθμαίνω Capitals: ΑΣΘΜΑΙΝΩ
Transliteration A: asthmaínō Transliteration B: asthmainō Transliteration C: asthmaino Beta Code: a)sqmai/nw

English (LSJ)

A breathe hard: used by Hom. in pres. part., panting, as after running, τὼ δ' ἀσθμαίνοντε κιχήτην Il.10.376; gasping for breath, of one dying, ὅ γ' ἀσθμαίνων . . ἔκπεσε δίφρου 5.585, cf. 10.496, Pi.N.3.48: pres. ind., Hp.Morb.3.7, Arist.Pr.905b33: impf., Luc.DMeretr.5.4; οὐδὲν ἀσθμαίνων without an effort, A.Eu.651; ἀ. τι pant for a thing, Hld.4.3: c. acc. cogn., ἀ. πυρὸς δριμεῖαν ὁμοκλήν Opp.H.4.14.

German (Pape)

[Seite 370] schwer athmen, keuchen, nach dem Laufen; röcheln, von Sterbenden; Iliad. 5, 585. 10, 376. 496. 13, 399. 16, 826. 21, 182; Pind. N. 3, 46; Aesch. Eum. 621; Sp.; τί, nach etwas schnauben, Hel. 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσθμαίνω: πνευστιῶ, «κοντανασαίνω», «λαχανιάζω», ἀναπνέω μετὰ κόπου, τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ. ἐνεστῶτος, τῷ δ’ ἀσθμαίνοντε κιχήτην, πνευστιῶντες, «λαχανιασμένοι», Ἰλ. Κ. 376· ἐπὶ ἐκπνέοντος ἀνθρώπου, ὁ μετ’ ἀγωνίας ἀναπνέων, ὅ γ’ ἀσθμαίνων… ἔκπεσε δίφρου Ε. 585, πρβλ. Κ. 496, Πινδ. Ν. 3. 84· οὐδὲν ἀσθμαίνων, ἄνευ προσπαθείας τινός, ἀκόπως, πρβλ. κατασθμαίνω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 651· γ΄ ἑνικ. ἀσθμαίνει Ἱππ. 489. 31· ἀσθμαίνουσι Ἀριστ. Πρβλ. 11. 60· παρατ. ἤσθμαινον Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 5. 4: ― περιμένω τι ἀσθμαίνων, περιμένω τι ἀνυπομόνως, καὶ τὴν πανοπλίαν ἐνδὺς ἐφειστήκει τῇ βαλβῖδι τὸν δρόμον ἀσθμαίνων Ἡλιόδ. 4. 3· ― ἀλλὰ μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., ἀσθμ. πυρὸς δριμεῖαν ὁμοκλὴν Ὀππ. Ἁλ. 4. 14. ― Σπάν. παρ’ Ἀττ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
1 respirer péniblement;
2 râler.
Étymologie: ἆσθμα.

English (Autenrieth)

pant, gasp. (Il.)

English (Slater)

ἀσθμαίνω
   1 pant, gasp σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν (v. l. σώματι, unde σώματι ἀσθμαίνοντι coni. Tric.: i. e. those of the wild animals he slew) (N. 3.48)

Spanish (DGE)

I 1respirar entrecortadamente, jadear por esfuerzo físico τὼ δ' ἀσθμαίνοντε Il.10.376, cf. Hp.Salubr.4, οὐδὲν ἀσθμαίνων sin agitar su aliento A.Eu.651, προσέδραμεν ἀγγελιῶτις, εἶπε δ' ἔτ' ἀσθμαίνουσα Call.Del.217, καί μιν ... ποτὶ πύργον ἀνήγαγεν· ... νυμφίον ἀσθμαίνοντα περιπτύξασα σιωπῇ Musae.261, cf. D.Chr.30.38, ἐν δρόμοις τε καὶ γυμνασίοις Gal.18(1).77, en el acto amoroso ἡ δὲ ἐφίλει τε καὶ ἐποίει καὶ ἤσθμαινε καὶ ἐδόκει μοι ἐς ὑπερβολὴν ἥδεσθαι Luc.DMeretr.5.4, ἡ γυνὴ γενομένη πέφυκεν ἀσθμαίνειν ὑπὸ καυματώδους ἡδονῆς Ach.Tat.2.37.9, de los que profetizan bajo inspiración divina, D.Chr.1.56, antes de morir ὅ γ' ἀσθμαίνων ... ἔκπεσε δίφρου Il.5.585, cf. 10.496, σώματα ... ἀσθμαίνοντα Pi.N.3.48
resollar, resoplar de los caballos tras la carrera, Q.S.4.535
roncar al dormir ἐπὶ τῆς κοίτης ... οὐκ ἀσθμαίνει LXX Si.31.19.
2 medic. padecer disnea o asma como síntoma de enfermedad respiratoria, Hp.Morb.3.7, Epid.7.9, como causa del tartamudeo, Arist.Pr.905b33.
3 tr. respirar, echar por la boca de Eros ἀσθμαίνεις δὲ πυρὸς δριμεῖαν ὁμοκλήν Opp.H.4.14.
4 palpitar de cansancio ἀσθμαίνοντα πόνοις θέρεος ... γυῖα miembros palpitantes por las labores del verano, AP 9.313 (Anyt.).
II fig.
1 angustiarse Μελίη ... ἀσθμαίνουσα περὶ δρυός Call.Del.81.
2 anhelar, suspirar, estar impaciente por c. ac. τὸν δρόμον Hld.4.3.1, abs. ταῦτα γέγραφα ... ἀσθμαίνουσα καὶ δεδακρυμένη Aristaenet.2.13.27.

Greek Monolingual

(AM ἀσθμαίνω) άσθμα
αναπνέω με κόπο, κοντανασαίνω, λαχανιάζω
αρχ.
1. καταβάλλω προσπάθεια
2. περιμένω κάτι με ανυπομονησία.

Greek Monotonic

ἀσθμαίνω: (ἆσθμα), ανασαίνω βαριά, αγκομαχώ, λαχανιάζω, αναπνέω με δυσκολία, για κάποιον που ανασαίνει με κόπο ή πεθαίνει, κυρίως σε μτχ. ενεστ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσθμαίνω:
1) тяжело дышать, задыхаться Hom., Pind., Aesch., Plut., Luc.;
2) (об умирающих) хрипеть Hom.

Middle Liddell

ἆσθμα
to breathe hard, gasp for breath, of one out of breath or dying, mostly in pres. part., Il.