ἄκανος
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
ὁ, (ἀκή A, ἀκίς) A pine-thistle, Atractylis gummifera, Thphr. HP1.10.6, al. 2 thistle-head, ib.6.4.3.
German (Pape)
[Seite 68] ὁ, nach VLL. = ἄκανθα. Bei Theophr eine Distelart, und der dornige Fruchtkopf einiger Pflanzen, z. B. Ananas.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκᾰνος: ὁ, (ἀκή, ἀκίς), εἶδος ἀκάνθης, ἡ ἀκανθώδης κεφαλὴ καρπῶν τινων, ὡς τοῦ Ἀνανᾶ, ἴδε Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 6, καὶ ἀλλ. καὶ Schneid. Ind.· ἴδε καὶ Schleuin. Θησ. Παλ. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
[ᾰᾰ] ου (ὁ),
tête épineuse de certaines plantes, TH. H.P. 1.10.6, etc.
Étymologie: ἀκή.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
bot.
1 cabezuela espinosa del cardo ajonjero τὸ κύημα καὶ ἐν ᾧ τὸ ἄνθος ἢ καὶ ὁ καρπὸς ἄκανος Thphr.HP 6.4.3, σπερματικὸς ἄκανος Thphr.HP 6.4.9.
2 cardo ajonjero, Atractylis gummifera L., Thphr.HP 1.10.6, 9.12.1, Sm.Ib.31.40, Olymp.Iob 31.40 (cf. ἄκαν).
• Etimología: v. 2 ἀκή, ἀκίς.
Greek Monolingual
ἄκανος, ο (Α)
1. είδος αγκαθιού
2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα ακ- «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα, ἀκόνη ἄκων, ἀκόντιον, που συνδέονται όλες με τη σημασία του «οξύς, μυτερός, αιχμηρός». Ειδικότερα η λ. ἄκανος χρησιμοποιήθηκε ως βοτανικός όρος (πρβλ. και ἄκανθα), αφού σχηματίστηκε όπως πολλά άλλα ονόματα φυτών με το επίθημα -ανος (ἄκ-ανο-ς)
πρβλ. βάλ-ανος, πλάτ-ανος, πύ-ανος ράφ-ανος κ.ά. Η λ. ἄκανος μαρτυρείται άπαξ με τη μορφή αθέματου (τριτόκλιτου) τύπου, ως ἄκαν, -ανος. Ακόμη είναι η λ. που απετέλεσε πιθανώς τη βάση για τον σχηματισμό του πολύ εύχρηστου όρου ἄκανθα
ΠΑΡ. αρχ. ἀκανίζω, ἀκανικός, ἀκάνιον, ἀκανώδης. Βλ. και λήμμα ἀκ-].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: a thistle, Atractylis gummifera, dorniger Fruchtkopf (Thphr.);
Other forms: also ἄκαν, -νος LXX
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. for the formation πλάτανος, ῥάφανος, πύανος etc.; the word is generally derived from ἀκ- sharp, but the suffix -ανος rather points to a non-IE word (words like ἄκων, ἀκόνη rather confirm that the -α- is foreign).
Frisk Etymology German
ἄκανος: {ákanos}
Grammar: m.
Meaning: Distelart, Atractylis gummifera, dorniger Fruchtkopf (Thphr.);
Derivative: daneben ἄκαν, -νος LXX (4. Kōn. 14, 9). Ableitungen: ἀκανικός, ἀκανώδης, ferner ἀκανίζω (alle Thphr.) und ἀκάνιον H.
Etymology : Zur Bildung vgl. βάλανος, πλάτανος, ῥάφανος, πύανος usw.; zugrunde liegt das Element ἀκ- in ἀκή usw., zur n-Erweiterung vgl. noch ἄκαινα, ἄκων, ἀκόνη.
Page 1,51