ἐξαυλίζομαι

From LSJ
Revision as of 12:25, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαυλίζομαι Medium diacritics: ἐξαυλίζομαι Low diacritics: εξαυλίζομαι Capitals: ΕΞΑΥΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: exaulízomai Transliteration B: exaulizomai Transliteration C: eksavlizomai Beta Code: e)cauli/zomai

English (LSJ)

A leave one's quarters, ἐ. εἰς κώμας go out of camp into villages, X.An.7.8.21; -ισάμενοι ἀνεμένομεν v.l. in Luc.VH1.37.

German (Pape)

[Seite 874] dep. pass., aus dem Quartier aufbrechen, ausrücken, Xen. An. 7, 8, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαυλίζομαι: ἀποθ., ἐξέρχομαι τῆς αὐλῆς ἐν ᾗ διέμενον, ἐπὶ στρατοῦ, ἐξαυλισάμενοι ἀνεμένομεν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 37 (διαφ. γρ. ἐξοπλισάμενοι)· ὁ δὲ Ἀσιδάτης... ἐξαυλίζεται εἰς κώμας ὑπὸ τὸ Παρθένιον πόλισμα ἐχούσας, κατέλιπε τὴν θέσιν του καὶ ὑπῆγε καὶ ηὐλίσθη, κατέλυσεν εἰς κώμας, κτλ., Ξεν. Ἀν. 7. 8, 21.

French (Bailly abrégé)

changer de campement ou de quartier, décamper.
Étymologie: ἐξ, αὐλίζομαι.

Spanish (DGE)

I 1levantar el campamentoἈσιδάτης ... ἐξαυλίζεται εἰς κώμας Asidates levanta el campamento en dirección a unas aldeas X.An.7.8.21.
2 acampar ἡμεῖς δὲ τὴν ἔφοδον ὑποπτεύοντες ἐξαυλισάμενοι ἀνεμένομεν Luc.VH 1.37 (cód.)
en perf. pas. estar situado fuera ἦσαν ἀλλογενεῖς καὶ τῆς ἐξ Ἰσραὴλ ἀγέλης ἐξηυλισμένοι Cyr.Al.M.69.596C.
II ref. a la madera desbastar, part. perf. pas., de troncos desgastados κατάξηρα καὶ ἐξαυλισμένα glos. a αὖα πάλαι Sch.Od.5.240.

Greek Monolingual

ἐξαυλίζομαι (AM) αυλίζομαι
βγαίνω από το στρατόπεδο και καταλύω κάπου («ἐξαυλίζεται εἰς κώμας», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐξαυλίζομαι: μέλ. -ίσομαι, αποθ., εγκαταλείπω το σημείο στρατοπέδευσης, εξέρχομαι από το στρατόπεδο προς την πόλη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαυλίζομαι: выселяться, воен. выступать (с места стоянки), переносить свою стоянку (εἰς κώμας τινάς Xen.).

Middle Liddell

fut. ίσομαι
Dep. to leave one's quarters, to go out of camp into villages, Xen.