κατάκορος
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ον, A = κατακορής, Poll.5.151, Thom.Mag.p.105 R.; κ. Χρῆσις ἀφροδισίων Steph.in Gal.1.239 D.:—in Adv., of colours, deeply, κ. μέλας Gp.16.2.1. II metaph., immoderate, κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Plu.Alex.2. Adv. -ρως, to excess, ᾧ -κόρως Χρῶνται οἱ λογογράφοι Arist.Rh.1408a33; τῇ τύχῃ κ. Χρώμενος Decr. ap. D.18.182, cf. Plu.Cic.5; κ. Χρώμενοι τῇ κραυγῇ Plb.4.12.9, cf. Phld.Rh.1.157, 366S., Dsc.2.52, lamb.Protr.21.κ.
German (Pape)
[Seite 1355] gesättigt, satt, auch überdrüssig, Sp.; besser κατακορής; von der Farbe, gesättigt, dunkel, Plat. Tim. 68 c; χρῶμα κατακορές dem ἀμαυρόν entggstzt S. Emp. pyrrh. 1, 105; Ggstz des Gemischten, rein, Arist. probl. 30, 1 u. Sp.; – übertrieben, unmäßig, παῤῥησία Plat. Phaedr. 240 e; Arist. rhet. 3, 3; πολὺς μὲν ἦν ἐν τούτοις καὶ κατακορής Pol. 40, 6, 3; κατάκοροι καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Plut. Alex. 2; a. Sp. – Adv. κατακόρως, zur Genüge, hinlänglich, τῇ τύχῃ χρῆσθαι Dem. 18, 182; im Übermaß, Pol. 4, 12, 9; Plut. Cic. 5 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκορος: -ον, = κατακορής, Πολυδ. Ε΄, 151, Θωμᾶς Μάγιστρ. ἐν λ. διάκορος·― ἐπὶ χρωμάτων, κατακόρως πρασίζειν Διοσκ. (;)· κ. μέλας Γεωπ. 16. 2, 1. ΙΙ. μεταφ. ὡς τὸ κατακορής, ὑπερβολικὸς καὶ ὀχληρός, τοῦ τῶν γυναικῶν γένους λάλου καὶ κατακόρου ὄντος Πολύβ. 32. 12, 10· κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Πλουτ. Ἀλέξ. 2.― Ἐπίρρ. -ρως, εἰς ὑπερβολήν, ἀμέτρως, τῇ τύχῃ κατ. χρώμενος παρὰ Δημ. 289. 16, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. κατακορής.
Greek Monolingual
κατάκορος, -ον (AM)
ο τελείως κορεσμένος
αρχ.
άμετρος, υπερβολικός («ταῖς κατακόροις γενέσθαι καὶ περιέργοις ἱερουργίαις», Πλούτ.).
επίρρ...
κατακόρως (AM κατακόρως)
υπέρμετρα, υπερβολικά («ὧ κατακόρως χρῶνται οἱ λογογράφοι», Αριστοτ.)
μσν.
με βαθύ χρώμα, με σκοτεινό χρώμα («κατακόρως μέλας», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κορος (< κόρος (Ι) «χορτασμός») πρβλ. αμφί-κορος, υπέρ-κορος].
Greek Monotonic
κατάκορος: -ον = κατακορής· επίρρ. -ρως, υπερβολικά, υπέρμετρα, παρά Δημ.
Russian (Dvoretsky)
κατάκορος: Polyb., Plut. v. l. = κατακορής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατά-κορος -ον [κατά, κορέννυμι] overdadig, buitensporig.
Middle Liddell
κατάκορος, ον = κατακορής
adv. -ρως, to excess, intemperately, ap. Dem.