παραλυπέω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
A grieve or trouble besides, ἄλλο παρελύπει… οὐδέν no disease attacked them besides the plague, Th.2.51, cf. X.Vect.4.32, Thphr.CP1.7.8; annoy by a diversion, Th.4.89; ὅταν αὐτὴν μηδὲν… παραλυπῇ Pl.Phd.65c; π. τοὺς πολεμίους τι Plu.Per.35; οἱ παραλυποῦντες the troublesome, the refractory, X.An.2.5.29 :—Pass., to be molested, ὑπὸ βασιλέων Str.9.1.20, etc.
German (Pape)
[Seite 488] betrüben, kränken; τινά, Plat. Phaed. 65 c u. Sp. Bei Xen. An. 2, 5, 29 absolut, οἱ παραλυποῦντες, die Widerwärtigen; Schaden zufügen, καί τι παραλυπεῖν τοὺς πολεμίους, Plut. Pericl. 35, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
παραλῡπέω: λυπῶ, παρενοχλῶ, ἄλλο παρελύπτει ... οὐδέν, οὐδεμία ἄλλη νόσος παρηνώχλει αὐτοὺς πλὴν τοῦ λοιμοῦ, Θουκ. 2. 51· ὅταν μηδὲν ... αὐτὴν παραλυπῇ Πλάτ. Φαίδων 65c· π. τινά τι Πλουτ. Περικλ. 35· οἱ παραλυποῦντες, οἱ ἐνοχλητικοί, ἄτακτοι, ἀκυβέρνητοι, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 29· - Παθ., παραβλάπτομαι, Στράβ. 398, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 affliger, acc.;
2 causer du dommage, nuire à, acc..
Étymologie: παρά, λυπέω.
Greek Monotonic
παραλῡπέω: μέλ. -ήσω, λυπώ ή παρενοχλώ, ἄλλο παρελύπει οὐδέν, καμία άλλη ασθένεια δεν τους μαστίζει πέραν του λοιμού, σε Θουκ.· ὅταν μηδὲν αὐτὴν παραλυπῇ, σε Πλάτ.· οἱ παραλυποῦντες, ανυπότακτοι, σκληροτράχηλοι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
παραλῡπέω:
1) тревожить, смущать, приводить в смятение (sc. τὴν ψυχήν Plat.);
2) беспокоить, стеснять: οἱ παραλυποῦντες Xen. являющиеся помехой;
3) причинять вред, наносить ущерб: π. τινά τι Plut. причинить кому-л. какой-л. ущерб.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραλυπέω [παρά, λυπέω] (erbij) kwellen, lastig vallen; met acc. en acc. v. h. inw. obj.: βούλομενος τι παραλυπεῖν τοὺς πολεμίους omdat hij de vijand ook nog wat schade wilde berokkenen Plut. Per. 35.1.
Middle Liddell
fut. ήσω
to grieve or trouble besides, ἄλλο παρελύπει οὐδέν no disease attacked them besides the plague, Thuc.; ὅταν μηδὲν αὐτὴν παραλυπῇ Plat.; οἱ παραλυποῦντες the troublesome, the refractory, Xen.