ἐρίφειος
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ον, (ἔρῐφος) A of a kid, Pherecr.130.9, Antiph.222.7, X.An. 4.5.31; ζωμός Dieuch. ap. Orib.4.6.1 : Ἐρίφιος, epithet of Dionysus at Metapontum, Apollod. ap. St.Byz. s.v. Ἀκρώρεια, cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίφειος: -ον, (ἔρῐφος) ἀνήκων εἰς ἔριφον, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 9, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλώτιδι» 1.7, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de chevreau.
Étymologie: ἔριφος.
Greek Monolingual
ἐρίφειος, -ον (Α) έριφος
αυτός που ανήκει στο ερίφιο, στο κατσίκι ή που παράγεται ή προέρχεται από ερίφιο («κρέα ἄρνεια, ἐρίφεια», Ξεν.).
Greek Monotonic
ἐρίφειος: -ον (ἔρῐφος), κατσικίσιος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐρίφειος: козлячий: κρέας ἐρίφειον Xen. мясо козленка, молодая козлятина.
Middle Liddell
ἐρίφειος, ον [ἔρῐφος]
of a kid, Xen.