ὀψοφάγος

From LSJ
Revision as of 13:30, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψοφᾰ́γος Medium diacritics: ὀψοφάγος Low diacritics: οψοφάγος Capitals: ΟΨΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: opsophágos Transliteration B: opsophagos Transliteration C: opsofagos Beta Code: o)yofa/gos

English (LSJ)

ὁ, one who eats delicacies, such as fish and other dainties, epicure, gourmet, Ar. Pax 810, Cephisod. 9, Antiph. 190.5, Eub. 88, Arist. EN 1118a32; ὀ. εἶ καὶ κνισολοιχός Sophil. 7, cf. X. Mem. 3.14.2 sq., Timae. 71; epithet of a fish, Oppian. H. 1.141; irreg. Attic Sup. ὀψοφαγίστατος X. Mem. 3.13.4, Poll. 6.37.

German (Pape)

[Seite 434] eigtl. bloße Zukost ohne Brot essend, vgl. Xen. Mem. 3, 14, 2 ff.; bes. feinere Speisen, Fische liebend, dah. leckerhaft, subst. das Leckermaul, der Schlemmer, Ar. Eccl. 781; Pol. 12, 24, 2; vgl. bes. Ath. VIII, 343 ff., 346 auch ein Apollo mit dem Beinamen ὀψοφάγος bei den Eleern erwähnt. – Superl. ὀψοφαγίστατος, Xen. Mem. 3, 13, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψοφάγος: [ᾰ], ὁ, ὁ ἐσθίων ἄνευ ἄρτου ἐδέσματα μετ’ ἄρτου ἐσθιόμενα, οἷον ἰχθῦς καὶ ἄλλα τοιαῦτα προσφάγια, ὁ δειπνῶν πολυτελῶς, λαίμαργος, ὁ ἀγαπῶν ἐμμανῶς τὰ καλὰ φαγητά, μάλιστα τοὺς ἰχθῦς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 810, Κηφισόδωρος ἐν «Ὑὶ» 3, Ἀντιφάνης ἐν «Πλουσίοις» 1. 5, Εὔβουλος ἐν «Πορνοβοσκῷ» 1· ὀψοφάγος εἶ καὶ κνισολοῖχος (ἢ -οιχὸς) Σώφιλος ἐν «Φιλάρχῳ» 2. πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 2 κ.ἑξ., Τίμαι. 71. - Ἀνώμαλ. Ἀττ. ὑπερθ. ὀψοφαγίστατος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 4, Πολυδ. Ϛ΄, 37. ΙΙ. ὄνομα ἰχθύος, Ὀππ. Ἀλ. 1. 141.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
litt. qui mange des mets sans pain ; qui aime la bonne chère, friand, gourmet.
Étymologie: ὄψον, φαγεῖν.

Greek Monolingual

ὀψοφάγος, ὁ (Α)
1. αυτός που τρώει χωρίς ψωμί εδέσματα τα οποία συνήθως συνοδεύονται με ψωμί, ο λαίμαργος
2. αυτός που του αρέσουν υπερβολικά τα καλά φαγητά, καλοφαγάς
3. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + -φάγος (< θ. φάγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. χορτοφάγος.

Greek Monotonic

ὀψοφάγος: [ᾰ], ὁ (φαγεῖν), αυτός που τρώει τρόφιμα που θεωρούνται ότι πρέπει να τρώγονται μαζί με ψωμί, όπως ψάρι καιλιχουδιές, λιχούδης, επικούρειος, τρυφηλός, σε Αριστοφ., Ξεν.· ανώμ. υπερθ. ὀψοφαγίστατος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὀψοφάγος: (ᾰ) (superl. ὀψοφαγίστατος) падкий до изысканных кушаний, лакомка Xen., Arph.

Middle Liddell

ὀψο-φᾰ́γος, ὁ, φαγεῖν
one who eats things meant to be only eaten with bread, such as fish and dainties, a dainty fellow, epicure, gourmand, Ar., Xen.:— irreg. Sup. ὀψοφαγίστατος Xen.