δη

From LSJ
Revision as of 14:30, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source

Greek Monolingual

δή (Α)
(μόριο)
1. χρον. σ' αυτό το σημείο, τώρα, τότε, ήδη («δὴ τότε», «δή ῥα τότε» γ. «ἐννέα δὴ βεβάασιν, ἐνιαυτοί» — πέρασαν ήδη εννιά χρόνια
δ. «ἕκτον δὲ δὴ τόδ' ἦμαρ» — αυτή είναι ακριβώς η έκτη μέρα
ε. «τόδε δή» — αυτή τη στιγμή ακριβώς)
2. (εμφαντικό μόριο) πράγματι, βέβαια (α. «νῦν δὲ ὁρᾱτε δή» — τώρα πράγματι βλέπετε... β. «σοφιστὴν δή τι ὀνομάζουσι τὸν ἄνδρα» — τον αποκαλούν σοφιστή ως γνωστόν
γ. «ἅτε δὴ ἐόντες» — επειδή πράγματι ήταν... δ. «ὡς φόνον νίζουσα δή» — τάχα σαν να ξέπλενε το αίμα)
3. (μεταβατικό, εξακολουθητικό) λοιπόν, έτσι λοιπόν («τὴν μὲν δὴ τυραννίδα οὕτως εἶχον»)
4. (επιτατικό) α) «καὶ μετὰ ὅπλων γε δή» — και πάνω απ' όλα, με όπλα
β) «εἰ δὲ δὴ πόλεμος ἥξει» — και, κυρίως, αν ξεσπάσει πόλεμος
5. «καὶ δή» — και μάλιστα, και επιπλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παλιά οργανική πτώση < ΙΕ dē (πρβλ. λατ. dē, αρχ. ιρλ. dῖ). Η σχέση με τα δαι, δε είναι πιθανή.