λάθρα
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
English (LSJ)
αἱ δίκαι (Elean), Hsch. λάθρα, λάθρᾳ, v. λάθρῃ.
German (Pape)
[Seite 6] τά, nach Hesych. bei den Eleern = δίκαι. = Folgdm, H. h. Cer. 240, l. d.; vgl. Eur. Danae prol. 28 u. Ellendt Lexik.
Greek (Liddell-Scott)
λάθρα: λάθρᾳ, ἴδε ἐν λέξ. λάθρη.
French (Bailly abrégé)
v. λάθρᾳ.
English (Strong)
adverb from λανθάνω; privately: privily, secretly.
Greek Monolingual
(I)
(Α λάθρα και λάθρα και δωρ. τ. λάθρη)
επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να γίνει κάποιος αντιληπτός (α. «ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῡσαι αὐτήν», ΚΔ
β. «ὁ δὲ οἱ παρελέξατο λάθρη», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. ύπουλα, προδοτικά
2. ανεπαίσθητα, ελαφρά
3. φρ. «λάθρῃ τινός» — εν αγνοίᾳ κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. οργανική πτώση με επιρρμ. χρήση
λάθ-ρα < θ. λαθ- του λανθάνω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-λαθ-ον) + -ρα που ανάγεται πιθ. στο επίθημα -ra, το οποίο απαντά στην αρχ. ινδ. (πρβλ. cvitrā- «λευκός», βλ. και αργι-). Η υπογεγραμμένη του τ. λάθρα δεν δικαιολογείται από την οργανική πτώση, αλλά είναι πιθ. επίδραση δοτικής πτώσης].
(II)
λάθρα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «αἱ δίκαι».
Greek Monotonic
English (Woodhouse)
imperceptibly, secretly, unconsciously, unknowingly, unnoticed, by stealth, on the sly, unknown to, unobserved by, unperceived by, unseen by, without the knowledge of