νυμφεῖος

From LSJ
Revision as of 13:10, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφεῖος Medium diacritics: νυμφεῖος Low diacritics: νυμφείος Capitals: ΝΥΜΦΕΙΟΣ
Transliteration A: nympheîos Transliteration B: nympheios Transliteration C: nymfeios Beta Code: numfei=os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.IA131 (lyr.), AP7.188 (Thall.) :—A bridal, nuptial, λέχη Simon. 124 B; εὐνά Pi.N.5.30, cf. E. l.c.; παστάς APl.c., cf. Supp.Epigr. 2.874 (Egypt) : hence as substantive 1 νυμφεῖον (sc. δῶμα), Ep. νυμφήϊον Call.Del.118 : τό :— bridechamber, S.Ant.891, 1205 : in plural, Id.Tr.920. 2 νυμφεῖα (sc. ἱερά), Ep. νυμφήϊα Mosch.2.159 : τά :— nuptial rites, marriage, S.Tr.7; but 3 νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου thine own son's bride, Id.Ant.568.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφεῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον Εὐρ. Ι. Α. 131, Ἀνθ. Π. 7. 188· (νύμφη)· - ἀνήκων εἰς νύμφην, νυμφικός, γαμήλιος, Σιμωνίδ. 125, Πινδ. Ν. 5. 55, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., ἐντεῦθεν ὡς οὐσιαστ. 1) νυμφεῖον (ἐξυπ. δῶμα), τὸ, ὁ νυμφικὸς θάλαμος, Σοφ. Ἀντ. 891, 1205· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Τρ. 920.
2) νυμφεῖα (ἐξυπακουόμ. ἱερά), τά, γαμήλιοι τελεταί, γάμος, αὐτόθιἀλλά, 3) νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου, ἡ νύμφη τοῦ υἱοῦ σου, δηλ. ἣν μέλλει νὰ νυμφευθῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 568, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1051.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de fiancée, de jeune femme ; τὸ νυμφεῖον (δῶμα) chambre nuptiale ; τὰ νυμφεῖα (ἱερά) cérémonie nuptiale, ou la fiancée, la mariée.
Étymologie: νύμφη.

Greek Monolingual

νυμφεῑος, -εία, -ον, θηλ. και -ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α)
1. νυφικός, γαμήλιος («νυμφεῑα λέχη», Σιμων.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφεῑον, επικ. τ. νυμφήϊον
νυφικός θάλαμος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφεῑα, επικ. τ. νυμφήϊα
α) γαμήλια τελετή, γάμος
β) νυφικός θάλαμος
γ) η νύφη («νυμφεῑα τοῦ σαυτοῦ τέκνου», Σοφ.)
δ) τα πορνεία («νυμφεῑα πρὸς κηλωστὰ καρβάνων», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. -εῖος (πρβλ. χαλκ-είος)].

Greek Monotonic

νυμφεῖος: -α, -ον και -ος, -ον (νύμφη
I. αυτός που αναφέρεται στη νύφη, νυφικός, γαμήλιος, σε Πίνδ., Ευρ.
II. ως ουσ.,
1. νυμφεῖον (ενν. δῶμα), τό, νυφικό δωμάτιο, σε Σοφ.
2. νυμφεῖα (ενν. ἱερά), τά, γαμήλιες τελετές, γάμος, στον ίδ.
3. νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου, η μέλλουσα σύζυγος του γιου σου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

νυμφεῖος: и 2 свадебный, брачный (εὐναί Pind., Eur.).

Middle Liddell

νυμφεῖος, η, ον νύμφη
I. of a bride, bridal, nuptial, Pind., Eur.
II. as substantive,
1. νυμφεῖον (sc. δῶμἀ, the bridechamber, Soph.
2. νυμφεῖα (sc. ἱερά), τά, nuptial rites, marriage, Soph.
3. νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου thine own son's bride, Soph.