ἀγησίλαος
English (LSJ)
[ᾱγ], ον, ὁ, A leader of the people, epithet of Hades, A.Fr. 406; Ion. ἡγησίλεως AP7.545 (Hegesipp.); Ep. ἡγεσίλαος Nic.Fr. 74.72; poet. also ἀγεσίλας, α, Call.Lav.Pall.130, Epigr.Gr.195 (Oaxos):—the form ἀγεσίλαος, cited in EM8.32 (misquoting Call. Lav.Pall. l.c.), etc., is corrupt. II pr. n., especially of the well-known Spartan king, Ἀγησίλαος X.HG3.3.4, etc.; Ἠγησίλεως Id.Vect.3.7, D.19.290, cf. Hdt.7.204, 8.131; Ἀγησίλας, α, Paus.8.18.8.
German (Pape)
[Seite 13] = ἀγεσίλαος, Aesch. frg. 451.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγησίλᾱος: [ᾱγ], ου, ὁ, ὁδηγὸς τοῦ λαοῦ, ὁδηγὸς τῆς ἀνθρωπότητος, ἐπίθ. τοῦ Ἅδου (Πλούτωνος), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 319, ἡγησίλεως, ’Ανθ. Π, 7. 545· Ἐπ. ἡγησίλαος, Νικ. παρ’ Ἀθην. 684D, ποιητ. ὡσαύτως ἀγεσίλας, α, Καλλ. Λουτρ. Παλλ 130, Ανθ. Π. παράρτ. 235· ὁ τύπος ἀγεσίλαος εὑρισκόμενος ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ., Ζωναρ. κτλ. εἶναι ἀμφίβολος. 2) ὡς κύρ. ὄνομ., ἰδίᾳ τοῦ γνωστοῦ Σπαρτιάτου βασιλέως Ἀγησιλάου, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 4, κτλ. Ἀλλὰ Ἡγησίλεως, ὁ αὐτ. Πόρ. 3 7. Δημ. 434. 14, ὡς ἐν Ἡροδ. 7. 204., 8. 131, 2· Ἀγησίλας, α, Παυσ. 8. 18, 8· ποιητ. Ἀγεσίλας Κριτίας παρὰ Πλουτ. Κίμ. 10, Συλλ. Ἐπιγρ 2599· Ἀγεισίλας, Ἐπιγρ. Βοιωτ. ἐν Leake’s Northem Gr ἀρ. 37., πρβλ. Ahr. Αἰολ. δ. σ. 182, ἐξ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui conduit le peuple, les troupes, chef du peuple.
Étymologie: ἄγω, λαός.
Greek Monotonic
ἀγησίλᾱος: [ᾱγ], -ου, ὁ, αρχηγός, οδηγός του λαού, οδηγός των ανθρώπων, σε Αισχύλ.· ομοίως και ἡγησίλεως και ἀγεσίλας, -α, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγησίλᾱος: ион. ἡγησίλεις ὁ вождь народа или людей Aesch., Anth.
Middle Liddell
leader of people, conductor of men, Aesch.; so, ἡγησίλεως and ἀγησίλας, ἀγησίλα, Anth.