κυρία

From LSJ
Revision as of 18:35, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(v.l.)" to "(v.l.)")

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡρία Medium diacritics: κυρία Low diacritics: κυρία Capitals: ΚΥΡΙΑ
Transliteration A: kyría Transliteration B: kyria Transliteration C: kyria Beta Code: kuri/a

English (LSJ)

ἡ, A authority, power, Arist.Mir.837a5, etc.; possession, control, οἴνου Plb.6.11A.4; ταμιείου Id.6.13.1; τοῦ ἐπαποστεῖλαι στρατηγόν Id.6.15.6; κυρίαν ἔχειν περί τινος Id.6.14.10.—The form κυρεία is freq. found in Pap. and Inscrr. from i B.C., as BGU1123.6 (i B.C.), PAmh.2.95i6(ii A.D.), and codd., as Plb.6.11A.4, LXX Da.11.5, Thd. Da.4.19, 6.26(7), Ph.2.52 (v.l.), Ath.10.440f(v.l.), EM427.9, and is required by metre in Man.4.606: contr. from κυριεία (q.v.). II fem. of κύριος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1536] ἡ, = κυρεία; τινός, Pol. 6, 15, 6; περί τινος, 6, 14, 10; a. Sp., gew. v.l. von κυρεία.

Greek (Liddell-Scott)

κῡρία: ἡ, ἐξουσία, δύναμις, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 84, Πολύβ. 6. 2, 13 καὶ 15, 6, κτλ.· κυρίαν ἔχειν τινός, ἐπί τινος, ὁ αὐτ. 6. 13, 1· περί τινος ὁ αὐτ. 6. 14, 10· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Δαν. Δ΄, 19., Ϛ΄, 26., ΙΑ΄, 5) κυρεία ἀπαντᾷ, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4040 VI. 22, Ἐτυμ. Μέγ. 427. 9· καὶ τὸν τύπον τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον παρὰ Μανέθωνι 4. 606. ΙΙ. δέσποινα, ἴδε κύριος Β. Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
v. κύριος.

English (Thayer)

κυρίας, ἡ, Cyria, a Christian woman to whom the Second Epistle of John is addressed: G L T K C (and WH marginal reading in John 3rd edition, p. 444. (But R Tr others κυρία, regarding the word as an appellative, lady; (αἱ γυναῖκες εὐθύς ἀπό τεσσαρεσκαίδεκα ἐτῶν ὑπό τῶν ἀνδρῶν κυριαι καλοῦνται, Epictetus enchir. 40). Cf. Westcott on 2John as above).

Greek Monolingual

η (AM κυρία)
βλ. κύριος.

Greek Monotonic

κῡρία: ἡ, θηλ. του κύριος (σημασ.
Β. I. 2).

Russian (Dvoretsky)

κῡρία: Polyb. κῡρεία
1) госпожа, хозяйка Plut.;
2) (sc. ἡμέρα) окончательный срок, решающий день Dem.;
3) господство, власть (κυρίαν ἔχειν τινός и περί τινος Polyb.).

Middle Liddell

κῡρία, ἡ, [fem. of κύριος signf. b. 1. 2.]

Chinese

原文音譯:kur⋯a 去里阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:認可(者) 相當於: (גְּבֶרֶת‎)
字義溯源:太太,女主人,西利亞;西利亞為一個女信徒的名宇,意為女主人,源自(κύριος)=主,主宰);而 (κύριος)出自(κυριότης)X*=至高)。這字的音譯為西利亞,意譯為女主人,和合本就譯為:太太。有人認為這信寫給教會,或聚會的信徒;也有人認為這信是寫給一位高貴的女主人;還有人認為這信是寫給他熟悉的朋友,名叫西利亞
出現次數:總共(2);約貳(2)
譯字彙編
1) 太太(2) 約貳1:1; 約貳1:5