καταφλέγω

From LSJ
Revision as of 12:42, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφλέγω Medium diacritics: καταφλέγω Low diacritics: καταφλέγω Capitals: ΚΑΤΑΦΛΕΓΩ
Transliteration A: kataphlégō Transliteration B: kataphlegō Transliteration C: kataflego Beta Code: katafle/gw

English (LSJ)

fut. -A φλέξω Il.22.512: aor. -έφλεξα Hes.Sc.18:— burn up, consume, πυρί Il.cc., cf. Arist.Mu.400a31 (v.l. προς-), Plu. Caes.68, Diog.Oen.38, etc.; of a caustic drug, Paul.Aeg.6.31: metaph., of love, θεὸς ἄνδρα κ. AP5.9 (Alc.):—Pass., to be burnt, aor. 1 -εφλέχθην Th.4.133, D.S.8 Fr.11, Philostr.VA8.15: aor. 2 -εφλέγην J.AJ13.4.4, D.Chr.46.1.

Greek (Liddell-Scott)

καταφλέγω: καίων καταβάλλω, διὰ τῆς φλογὸς ἀφανίζω, κατακαίω, ὁ Σουΐδ. «ἐφλέγετο γὰρ οὐ κατεφλέγετο», δηλ. καὶ ἐκαίετο πυρί, οὐ κατεκαίετο δέ, ἐν λ. πυράφλεκτος· πυρὶ Ἰλ. Χ. 512, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 18· ἀράμενοι δαυλοὺς διαπύρους ἔθεον ἐπὶ τὰς οἰκίας… καταφλέξοντες Πλουτ. Καῖσ. 68, κτλ.· μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 10· πρβλ. καταφέγγω ·- Παθ., κατακαίομαι, Θουκ. 4. 133· καταφλεχθῆναι Διοδ. Ἐκλογ. 459. 67· καταφλεγῆναι Δίων Χρυσόστομ. 46, 518· μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Εὐμάθ. 266, Φιλόστρ., κτλ. ΙΙ. καταρρίπτω ὡς διὰ κεραυνοῦ, καταβάλλω, κ. καὶ καταβροντᾷ τοὺς ῥήτορας (κοινῶς: καταφέγγει) Λογγῖν. 34. 4 πρβλ. καταβροντάω.

French (Bailly abrégé)

brûler, consumer, acc..
Étymologie: κατά, φλέγω.

English (Autenrieth)

fut. -ξω: burn up, consume; πυρί, Il. 22.512†.

Spanish

abrasar, consumir completamente

Greek Monolingual

(AM καταφλέγω)
(επιτ. του φλέγω)
1. καταστρέφω με φωτιά, αποτεφρώνω, πυρπολώ
2. μτφ. (για σφοδρά πάθη) κατακαίω, φλογίζω
(«τον καταφλέγει ο έρωτας»)
μσν.
1. καταδικάζω, τιμωρώ
2. πυρώνω
μσν.-αρχ.
προκαλώ καυστικό πόνο, τσούζω
αρχ.
μτφ. κεραυνοβολώ, καταρρίπτω, καταβάλλω κάποιον σαν κεραυνός.

Greek Monotonic

καταφλέγω: μέλ. -ξω, καίω, αφανίζω, κατακαίω, πυρί, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ. — Παθ., κατακαίγομαι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

καταφλέγω: (inf. aor. pass. καταφλεχθῆναι) (тж. κ. πυρί Hom., Hes.)
1) сжигать (πάντα Hom.; κώμας Hes.; τὰς τριήρεις Plut.);
2) жечь (огнем любви) (ἄνδρα Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-φλέγω in brand steken, verbranden.

Middle Liddell

fut. ξω
to burn down, burn up, consume, πυρί Il., Hes., etc.:—Pass. to be burnt down, Thuc.