μεταποιέω

From LSJ
Revision as of 09:00, 29 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "([Α-Ωα-ωίϊίΐἶἶἴῖἰἱἵἰὶἱἸόὀὁόὅὍὄάἄἅᾳἀἁᾴὰάᾷέέἐἑἕἕἔύϋύΰὖῦῆἠἡἥἦἤἤἩῃήήῇώῳώῶῷὠὦὧὠᾠὤὥὡπῥσὑὐὕφΧψὸἂ...)

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταποιέω Medium diacritics: μεταποιέω Low diacritics: μεταποιέω Capitals: ΜΕΤΑΠΟΙΕΩ
Transliteration A: metapoiéō Transliteration B: metapoieō Transliteration C: metapoieo Beta Code: metapoie/w

English (LSJ)

alter the make of a thing, remodel, νόμους D.18.121; πάντα ἐς τοὺς τρόπους τοὺς παραπλησίους μ. Hp.Fract.26; εἰς γάμον ἀπὸ τῆς θυσίας μ. τὴν εὐωχίαν Hld.5.29, cf. Porph.Antr.36: abs., μεταποίησον = recompose the verse, Sol.20.3:—Pass., μεταποιεῖσθαι εἰς τὸ δέον A.D.Synt.199.18.
II Med., lay claim to, pretend to, c. gen. rei, e.g. ξυνέσεως, ἀρετῆς τι, Th.1.140, 2.51; τέχνης Pl.Plt.289e; οὐδέν σφι μετεὸν μεταποιεῦνται (sc. τοῦ ἐμπορίου) Hdt.2.178.

German (Pape)

[Seite 152] anders machen, umarbeiten, verändern; νόμους, Dem. 18, 121; τὴν κρίσιν, Luc. abdic. 9, öfter; im med. = sich eine Sache anmaßen, sich ihrer bemächtigen (so daß sie einen andern Besitzer bekommt), βασιλικῆς μεταποιούμενος τέχνης, Plat. Polit. 289 e; Thuc. 1, 140. 2, 51 u. Sp., wie Plut., τῆς φιλοσοφίας, Eum. 7.

Greek (Liddell-Scott)

μεταποιέω: μεταβάλλω τὴν κατασκευὴν πράγματός τινος, ἐκ νέου κατασκευάζω, ἀλλοιῶ, τροποποιῶ, Σόλων 1. 5, Δημ. 268. 5· μ. τι εἴς τινα τρόπον Ἱππ. Ἀγμ. 768· τι ἀπό τινος Ἡλιόδ. 5. 29. ΙΙ. Μέσ. ἀντιποιοῦμαι, ἰδιοποιοῦμαι, οἰκειοποιοῦμαι, μετὰ γεν. πράγμ. π.χ. ξυνέσεως, ἀρετῆς Θουκ. 1. 140., 2. 51· τέχνης Πλάτ. Πολιτ. 289Ε· - ἐν Ἡροδ. 2. 178, τὸ οὐδέν σφι μετεὸν μεταποιεῦνται, κάλλιον νὰ ληφθῇ ἀπολ., οὐδέν σφι μετεόν, ὑπονοουμένης τῆς γενικ. τοῦ ἐμπορίου. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 466.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
refaire, réformer, acc.;
Moy. μεταποιέομαι, μεταποιοῦμαι prendre sa part de, s’approprier, gén..
Étymologie: μετά, ποιέω.

Greek Monotonic

μεταποιέω: μέλ. -ήσω,
I. τροποποιώ την κατασκευή ενός πράγματος, ανακατασκευάζω, τροποποιώ, σε Σόλωνα, Δημ.
II. Μέσ., μεταχειρίζομαι μια πρόφαση, εγείρω έναν ισχυρισμό, προφασίζομαι, με γεν. ἀρετῆς, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεταποιέω:
1) переделывать, перерабатывать, изменять (νόμους Dem.; τὴν κρίσιν Luc.);
2) med. усваивать (μ. βασιλικῆς τέχνης Plat.);
3) med. присваивать себе, приписывать себе (τῆς ξυνέσεως, ἀρετῆς Thuc.; λόγων ἐμπειρίας Plut.).

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to alter the make of a thing, remodel, alter, Solon., Dem.
II. Mid. to make a pretence of, lay claim to, pretend to, c. gen., ἀρετῆς Thuc.