ἔνθεμα

From LSJ
Revision as of 16:33, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνθεμα Medium diacritics: ἔνθεμα Low diacritics: ένθεμα Capitals: ΕΝΘΕΜΑ
Transliteration A: énthema Transliteration B: enthema Transliteration C: enthema Beta Code: e)/nqema

English (LSJ)

ατος, τό, A thing put in, graft, Thphr.CP1.6.8. II deposit, of money in a bank, CIG3599.15 (Ilium). III ornament, ἐ. τῶν τραχήλων LXXCa.4.9. IV reservoir, POxy. 1830.9, al. (vi A. D.). (Cf. ἔνθημα.)

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I bot. esqueje, injerto Thphr.CP 1.6.7, 8, τῶν μήλων ... τὰ εἰς ἐγκεντρισμὸν ἐνθέματα Gp.3.3.9, cf. 10.75.4.
II ref. a lo que se guarda
1 cantidad principal en depósito, depósito de dinero τοὺς δὲ τραπε[ζ] ίτας ... ἔχειν ἔ. (τὰ διάφορα) que los banqueros dispongan de la suma como depósito principal, IIl.52.13, cf. 15 (I a.C.).
2 depósito de agua, embalse ἀπὸ ἀναβά(σεως) ἐν τ(ῷ) ἐνθ(έματι) ... después de la crecida (de las aguas del Nilo, hay) en el embalse ..., SB 15622.8 (II d.C.), cf. POxy.1830.9, PRainer Cent.125.10 (ambos VI d.C.).
III ref. a lo que se impone
1 galardón, premio en unos juegos IArykanda 40.4 (I d.C.)
fig. (χαρά) ἀποταγῆς ἔ. la alegría es el galardón de la renuncia al mundo, Nil.M.79.1144A.
2 adorno ἐ. τραχήλων σου LXX Ca.4.9, crist. alegór. ἐν ... τῷ ἐνθέματι τοῦ τραχήλου σου τὸν τοῦ Χριστοῦ ὁρῶμεν ζυγόν Gr.Nyss.Hom.in Cant.260.3.

German (Pape)

[Seite 841] τό, das Eingesetzte, Pfropf- od. Senkreis, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνθεμα: τό, τὸ ἐντιθέμενον κατὰ τοὺς ἐγκεντρισμοὺς τῶν δένδρων, «μπόλι», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 7· τὰ εἰς ἐγκεντρισμὸν ἐνθέματα Γεωπ. 3. 3, 9. ΙΙ. παρακαταθήκη χρηματικὴ κατατεθειμένη εἰς τράπεζαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3599. 13.

Greek Monolingual

το (AM ἔνθεμα) εντίθημι
1. το αποτέλεσμα του ενθέτω
2. (ειδ.) εμβόλιο δέντρων, μπόλι
νεοελλ.
κομμάτι ξύλου που αντικαθιστά φθαρμένο τμήμα άλλου ξύλου ή το επιμηκύνει, μάτισμα, προσθήκη
αρχ.
1. κατάθεση χρημάτων στην τράπεζα
2. στολίδι, κόσμημα («ἐνθέματι τραχήλων σου», ΠΔ)
3. δεξαμενή, αποθήκη νερού.