ἄνιππος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, A without horse, not serving on horseback, ἱππόται καὶ ἄνιπποι Hdt.1.215, S.OC899; without a horse to ride on, Ar.Nu.125, Plb.10.40.10; unable to ride, Plu.2.100a. 2 of countries, unsuited for horses, ἄ. καὶ ἀναμάξευτος Hdt.2.108, cf.Aen.Tact.8.4, D.H. 2.13.
German (Pape)
[Seite 238] 1) unberitten, ohne Pferd, Ggstz ἱππότης Soph. O. C. 908; Her. 1, 215; Ar. Nubb. 126. – 2) von Gegenden, für Reiterei untauglich, Her. 2, 108; entgegengesetzt ἱππάσιμος Aen. Tact. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνιππος: -ον, ὁ ἄνευ ἵππου, ὁ μὴ ὑπηρετῶν ἐν τῷ στρατῷ ὡς ἱππεύς, ἱππόται ... καὶ ἄνιπποι Ἡρόδ. 1. 215, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἱππότης, πάντα λεὼν ἄνιππον ἱππότην τε Σοφ. Ο. Κ. 899: ὁ μὴ ἔχων ἵππον ἵνα ἱππεύσῃ, «ὁ ἐστερημένος ἵππων» (Σουΐδ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 125: ἀνίκανος νὰ ἱππεύῃ, Πλούτ. 2. 100Α. 2) ἐπὶ χωρῶν ἢ τόπων μὴ ἐπιτηδείων πρὸς ἱππασίαν, ἄνιππος καὶ ἀναμάξευτος Ἡρόδ. 2. 108, πεζοὶ δὲ ὅπου τραχὺς εἴη καὶ ἄνιππος τόπος Διον. Ἁλ. 2. 13, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n’a pas de cheval;
2 qui ne sert pas dans la cavalerie;
3 impropre à monter à cheval;
4 impraticable aux chevaux.
Étymologie: ἀ, ἵππος.
English (Slater)
ᾰνιππος
1 without horses cf. Bacch. 8. 15. ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος (a chorus of Keans speaks on behalf of their island) (Pae. 4.27)
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. que carece de caballo ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος Pi.Fr.52d.27, ἀλλ' οὐ περιόψεταί μ' ὁ θεῖος Μεγακλέης ἄνιππον Ar.Nu.125, cf. Plb.10.40.10, PSorb.12.2, 6 (III a.C.)
•como subst. soldado de a pie, infante ἱππόται δέ εἰσι καὶ ἄνιπποι ... καὶ τοξόται Hdt.1.215, cf. S.OC 899.
2 que no sabe equitación μηδὲ ἱππεύειν ἄνιππον Plu.2.100a.
3 de lugares difícil de atravesar a caballo Αἴγυπτος ἐοῦσα πεδιὰς πᾶσα ἄνιππος καὶ ἀναμάξευτος γέγονε Hdt.2.108, τόπος D.H.2.13, cf. Aen.Tact.8.4.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄνιππος, -ον)
αυτός που δεν έχει άλογο ή άλογα
αρχ.
1. αυτός που δεν υπηρετεί στον στρατό ως ιππέας
2. ανίκανος για ιππασία
3. (για τόπο) ακατάλληλος και απρόσφορος για ιππασία ή για εκτροφή αλόγων.
Greek Monotonic
ἄνιππος: -ον, 1. αυτός που δεν έχει άλογο, που δεν επιβαίνει σε πλάτη αλόγου, σε Ηρόδ., Σοφ.· αυτός που δεν έχει άλογο για να ιππεύσει, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για χώρες μη κατάλληλες για άλογα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνιππος:
1) не конный, пеший Her., Soph., Arph.;
2) непроезжий для конницы (sc. χώρα Her.);
3) не умеющий ездить верхом Plut.
Middle Liddell
1. without horse, not serving on horseback, Hdt., Soph.: without a horse to ride on, Ar.
2. of countries, unsuited for horses, Hdt.