ἀποκαθίζω
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
A sit apart, of a judge, ἐν τῷ γυμνασίῳ Plb.31.6.3. II sit down, Plu.2.649c; of the uterus, slip down, Sor. 2.85.
German (Pape)
[Seite 305] (s. ἵζω), sich niederlassen, ἀποκαθίσας Pol. 31, 10, in der Entfernung; um auszuruhen, ὁδοιπόρου δι' ἀσθένειαν πολλάκις ἀποκαθίζοντος Plut. Symp. 3, 2, 2. – Med. s. ἀποκάθημαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαθίζω: κάθημαί που ἢ εἰς παράμερον θέσιν, ἀποκαθίσας ἐν τῷ γυμνασίῳ Πολύβ. 31. 10, 3. ΙΙ. καθίζω ὅπου τύχῃ ὅπως ἀναπαυθῶ, ὥσπερ ὁδοιπόρου δι’ ἀσθένειαν πολλάκις ἀποκαθίζοντος Πλούτ. 2. 649Β.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ἀποκαθίσας;
s’asseoir à terre.
Étymologie: ἀπό, καθίζω.
Spanish (DGE)
I 1sentarse aparte ἐν τῷ γυμνασίῳ Plb.31.6.3, ἀποκαθίσαι ἐπὶ τοῦ συγγραφὰς ἢ συλλογισμοὺς ἀναλύειν haber(me) retirado a analizar tratados o silogismos M.Ant.1.17, cf. UPZ 78.21
•sentarse para descansar, de un caminante, Plu.2.649b.
2 desplazarse, caerse la matriz, Sor.148.20.
Greek Monolingual
(Α ἀποκαθίζω)
κάθομαι για να ξεκουραστώ
αρχ.
1. κάθομαι παράμερα
2. κάθομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκαθίζω:
1) сидеть отдельно Polyb.;
2) присаживаться, садиться (δι᾽ ἀσθένειαν Plut.).