ἀνασειράζω

From LSJ
Revision as of 19:55, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασειράζω Medium diacritics: ἀνασειράζω Low diacritics: ανασειράζω Capitals: ΑΝΑΣΕΙΡΑΖΩ
Transliteration A: anaseirázō Transliteration B: anaseirazō Transliteration C: anaseirazo Beta Code: a)naseira/zw

English (LSJ)

A draw back with a hawser, A.R.1.391: metaph., hold in check, φλόγα v.l. in Ar.Fr.561; τὴν ὄρεξιν AP9.687. 2 draw off the right road, E.Hipp.237; draw away, c. gen., τινὰ χάρμης Nonn. D.39.355.

German (Pape)

[Seite 207] mit dem Seil zurückziehen, Ep. ad. 362 (IX, 687); ἰωήν Paul. Sil. 39 (V, 241); vom rechten Wege abbringen, Eur. Hipp. 238; φλόγα ἀνασ. Ar. bei Poll. 10, 119, von B. A. 392 ἀνατρέπειν, ἀνθέλκειν erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασειράζω: ἕλκω πρὸς τὰ ὀπίσω διὰ τῆς σειρᾶς, ἤτοι τῆς ἁλύσεως, ἂψ ἀνασειράζοντες ἔχον προτέρωσε κιοῦσαν Ἀπολ. Ρόδ. Α. 391: μεταφ., περιορίζω, φλόγα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 470· τὴν ὄρεξιν Ἀνθ. Π. 9. 687: - ῥημ. ἐπίθ. ἀνασειραστέον, Βυζ. 2) ἀπάγω ἀπὸ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ὅστις σε θεῶν ἀνασειράζει καὶ παρακόπτει φρένας Εὐρ. Ἱππ. 237, ἔνθα ἴδε Βαλκ.

French (Bailly abrégé)

secouer la bride (pour dompter le cheval).
Étymologie: ἀνά, σειράζω.

Spanish (DGE)

I 1tirar hacia atrás con maromas ἀνασεφάζοντες ἔχον προτέρωσε κιοῦσαν en la botadura de una nave, A.R.1.391.
2 fig. frenar, dominar φλόγα Ar.Fr.561, ὄρεξιν AP 9.687, οὐ ... πυλαωρὸς ἰδὼν ἀνεσείρασε Βάκχην Nonn.D.44.24, μετήλυδα λαόν Nonn.Par.Eu.Io.6.67.
II fig. descarriar, sacar del buen camino ὅστις σε θεῶν ἀνασειράζει E.Hipp.237
c. ac. y gen. ἀλλά ἑ ... οὐτήσας ... ἀνεσείρασε χάρμης Nonn.D.39.355.

Greek Monolingual

ἀνασειράζω (AM)
συγκρατώ, θέτω υπό έλεγχο, περιορίζω
αρχ.
1. απομακρύνω, απομακρύνω από το ορθό
2. τραβώ προς τα πίσω με τη σειράδα (μικρό σχοινί).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + αρχ. σειρά «σχοινί»].

Greek Monotonic

ἀνασειράζω: μέλ. -σω (σειρά),
I. τραβώ προς τα πίσω με την αλυσίδα, περιορίζω, σε Ανθ.
II. απομακρύνω από το δρόμο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασειράζω: досл. оттягивать поводом, перен.:
1) сбивать с пути (ἀ. τινὰ καὶ παρακόπτειν φρένας Eur.);
2) сдерживать, подавлять (ὄρεξιν, ἰωήν Anth.).

Middle Liddell

σειρά
I. to draw back with a rein, to hold in check, Anth.
II. to draw aside from the road, Eur.