μονόξυλος

From LSJ
Revision as of 16:49, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόξῠλος Medium diacritics: μονόξυλος Low diacritics: μονόξυλος Capitals: ΜΟΝΟΞΥΛΟΣ
Transliteration A: monóxylos Transliteration B: monoxylos Transliteration C: monoksylos Beta Code: mono/culos

English (LSJ)

ον, of solid wood, made from a single trunk, made from a solid trunk, πλοῖα canoes, X.An.5.4.11; μονόξυλα (sc. πλοῖα) = solid-wood boats Hp.Aër.15, Arist.HA533b11, Str.3.2.3, cf. Pl.Lg.956a; τροχιλίαι Heliod. ap. Orib.49.8.9; in one block, φοῖνιξ BGU603.20 (ii A.D.); μ. τράπεζαι Str.17.3.4: Subst. μονόξυλον, τό, single block or trunk, PMag. Par.1.2386.

German (Pape)

[Seite 204] nur aus Holz gemacht, aus bloßem Holze gemacht; Plat. Legg. XII, 958 a; πλοῖα, Xen. An. 5, 4, 11; Arr. An. 1, 3, 7, aus einem Holz od. Stamm gemacht; auch τὸ μονόξυλον allein, Pol. 3, 42, 2; τράπεζαι, Strab. XVII, 826; πύλη, Luc. V. H. 2, 11.

Greek (Liddell-Scott)

μονόξῠλος: -ον, πεποιημένος ἐξ ἑνὸς μόνον ξύλου, ἐξ ἑνὸς κορμοῦ, πλοῖα μον., «μονόξυλα, ὡς καὶ νῦν, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 11· ὡσαύτως μονόξυλα (ἐξυπ. πλοῖα) Ἱππ. π. Ἀερ. 290, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 11· μ. τράπεζαι Στράβ. 826. ΙΙ. κατεσκευασμένος μόνον ἐκ ξύλου, Πλάτ. Νόμ. 956Α (ἔνθα ἴδε Ast.)· πρβλ. μονόλιθος, μονοσίδηρος, μονοστόρθυγξ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait d’une seule pièce de bois.
Étymologie: μόνος, ξύλον.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόξυλος, -ον)
1. ο κατασκευασμένος από ένα μόνο ξύλο ή από έναν κορμό δέντρου
2. το ουδ. ως ουσ. το μονόξυλο(ν)
τύπος μικρού πρωτόγονου σκάφους, το οποίο κατασκευάζεται με κοίλανση του κορμού ενός μεγάλου δένδρου (α. «μονοξύλοις διαπλέουσιν ἄνω καί κάτω», Ιπποκρ.
β. «ὅταν γὰρ ἀθρόως περικυκλώσωσι τοῖς μονοξύλοις», Αριστοτ.)
αρχ.
1. ο κατασκευασμένος μόνο από ξύλο
2. μονοκόμματος, κατασκευασμένος από ένα κομμάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ξυλος (< ξύλον)].

Greek Monotonic

μονόξῠλος: -ον (ξύλον),·
I. αυτός που είναι φτιαγμένος από τον κορμό ενός μόνο δέντρου, σε Ξεν.
II. ο κατασκευασμένος μόνο από ξύλο, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μονόξῠλος:
1) сделанный (выдолбленный) из одного куска дерева (πλοῖα Xen.; πύλη Luc.);
2) сделанный только из дерева, сплошь деревянный Plat.

Middle Liddell

μονό-ξῠλος, ον ξύλον
I. made from a solid trunk, Xen.
II. made of wood only, Plat.