κύδιστος

From LSJ
Revision as of 22:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύδιστος Medium diacritics: κύδιστος Low diacritics: κύδιστος Capitals: ΚΥΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kýdistos Transliteration B: kydistos Transliteration C: kydistos Beta Code: ku/distos

English (LSJ)

η, ον, Sup. of κυδρός, A most honoured, noblest, in Hom. freq. of Zeus and Agamemnon, Ζεῦ κύδιστε μέγιστε Il.2.412, al.; Ἀτρεΐδη κ. 1.122, al.; of Athena, 4.515, Od.3.378; of Hera, h.Ven.42; of Leto, h.Ap.62; of Anchises, h.Ven.108; κύδιστ' Ἀχαιῶν A.Fr.238 (lyr.). 2 of things, greatest, κύδιστ' ἀχέων Id.Supp.13 (anap.): in Trag., Comp. κῡδίων [ῑ], ον, gen. ονος, τί μοι ζῆν δῆτα κύδιον; what profits it me to live? E.Alc.960 (s.v.l.), cf. Andr.639 (v.l. κύδιστον).

German (Pape)

[Seite 1524] superl., u. κυδίων, ον, compar. von κῦδος unmittelbar abgeleitet, zu κυδρός gehörig, ruhmvoller, der ruhmvollste, berühmteste; Hom. nennt κύδιστος sowohl den Zeus, Il. 24, 308, u. die Athene, Διὸς θυγάτηρ κυδίστη 4, 515, als auch den Agamemnon, 1, 122; auch Aesch. Suppl. 13 u. frg. hat den superl., wie Eur. den compar., Androm. 640; τί μοι ζῆν κύδιον; was frommt es mir zu leben (vgl. κέρδιον)? Alc. 963. Vgl. κυδέστερος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
très glorieux, très illustre.
Étymologie: κῦδος.

Greek (Liddell-Scott)

κύδιστος: ῡ, η, ον, ὑπερθ. τοῦ κυρδός, (σχηματισθὲν ἐκ τοῦ κῦδος, ὡς τὸ αἴσχιστος, τὸ ὑπερθ. τοῦ αἰσχρός, ἐκ τοῦ αἶσχος), ἐνδοξότατος, μεγάλως τιμώμενος, περιφημότατος, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τοῦ Διὸς καὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, τῶν πρώτων δηλ. τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων, ὡσαύτως ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἰλ. Δ. 515, Ὀδ. Γ. 378· τῆς Ἥρας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 42· τῆς Λητοῦς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 62· τοῦ Ἀγχίσου, Ὕμν. Ὁμ εἰς Ἀφρ. 108· κύδιστ’ Ἀχαιῶν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 92. 2) ἐπὶ πραγμάτων, μέγιστος, κύδιστ’ ἀχέων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 14· οὕτω παρ’ Ἀττ., συγκρ. κῡδίων, ον, γεν. ονος, τί μοι ζῆν δῆτα κύδιον; τί με ὠφελεῖ νὰ ζῶ; Εὐρ. Ἄλκ. 960, πρβλ. Ἀνδρ. 639.

English (Autenrieth)

most glorious.

Greek Monolingual

κύδιστος, -ίοτη, -ον (Α)
(υπερθ. του κυδρός)
1. πολύ φημισμένος, ενδοξότατος («Ζεῡ κύδιστε μέγιστε», Ομ. Ιλ.)
2. (για πράγματα) μέγιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος υπερθ. του επιθ. κυδρός (σχηματισμένος από το θ. της λ. κῦδος) + κατάλ. -ιστος (πρβλ. αἴσχ-ιστος < αἰσχρός, ἔχθ-ιστος < ἐχθρός)].

Greek Monotonic

κύδιστος: [ῡ], -η, -ον,
I. υπερθ. του κυδρὸς (σχημ. από το κῦδος, όπως το αἴσχιστος του αἰσχρός προέρχεται από το αἶσχος), περισσότερο ένδοξος, πιο τιμημένος, ευγενέστερος, σε Όμηρ.
II. συγκρ. κυδίων [ῑ], πιο ευγενής· τί μοι ζῆν δῆτα κύδιον, τί με ωφελεί να ζω; σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κύδιστος: (ῡ) [superl. к κυδρός
1) славнейший, достославный (Ζεύς, Διὸς θυγάτηρ, Ἀτρείδης Hom.);
2) составляющий славу, покрывающий славой (sc. ἄχος Aesch.).

Middle Liddell

κύ¯διστος, η, ον [Sup. of κυδρός, formed from κῦδος, as αἴσχιστος, sup. of αἰσχρός, from αἶσχος
I. most glorious, most honoured, noblest, Hom.
II. comp.