ζημίωμα

From LSJ
Revision as of 18:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζημίωμα Medium diacritics: ζημίωμα Low diacritics: ζημίωμα Capitals: ΖΗΜΙΩΜΑ
Transliteration A: zēmíōma Transliteration B: zēmiōma Transliteration C: zimioma Beta Code: zhmi/wma

English (LSJ)

ατος, τό, (ζημιόω) A penalty, fine, Luc.Prom.13, Sammelb.5174.13 (vi A.D.), etc.; τῆς ἀταξίας for their disorder, X.HG3.1.9; -ώματα ἔστω ἀστυνόμοις let them have the right of imposing penalties, Pl.Lg.764c. 2 loss, opp. λῆμμα, BGU419.13 (iii A.D.); injury, damage, ζ. προστρίβεσθαί τινι D.C.52.33.

German (Pape)

[Seite 1139] τό, Strafe, Luc. Prom. 13; bes. Geldbuße, Plat. Legg. VI, 764 c, u. das Recht sie aufzulegen.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
peine : ζημίωμά τινος XÉN peine infligée pour qch.
Étymologie: ζημιόω.

Greek (Liddell-Scott)

ζημίωμα: τό, (ζημιόω), τὸ ἀπολεσθέν, ποινή, πρόστιμον, Λουκ. Προμ. 13, κτλ.· τῆς ἀταξίας, διὰ τὴν ἀταξίαν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 9. 2) τὸ δικαίωμα τοῦ ἐπιβάλλειν ζημίαν, ζ. ἔστω ἀστυνόμοις Πλάτ. Νόμ. 764C.

Greek Monolingual

ζημίωμα, τὸ (Α) ζημιώ
1. ποινή, τιμωρία («ἀταξίας ζημίωμα», Ξεν.)
2. πρόστιμο
3. το δικαίωμα να επιβάλλει κάποιος τιμωρία
4. απώλεια, φθορά, βλάβη.

Greek Monotonic

ζημίωμα: -ατος, τό (ζημιόω), ποινή, πρόστιμο, τιμωρία, σε Λουκ.· ζημίωμα τῆς ἀταξίας, ποινή που επιβλήθηκε για την αταξία τους, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ζημίωμα: ατος τό
1) наказание, кара: ἀταξίας ζ. Xen. наказание за нарушение (воинской) дисциплины;
2) право налагать кары: τὰ αὐτὰ καὶ ἀστυνόμοις ἔστω ζημιώματα Plat. такое же право наложения взысканий должно быть присвоено и астиномам.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζημίωμα -ατος, τό [ζημιόω] boete, straf:. ἀταξίας... ζημίωμά ἐστι het is de straf voor insubordinatie Xen. Hell. 3.1.9; τὰ αὐτὰ δὲ καὶ ἀστυνόμοις ἔστω ζημιώματα en dezelfde straffen moeten ook de taak zijn van de astynomoi Plat. Lg. 764c.

Middle Liddell

ζημίωμα, ατος, τό, ζημιόω
a penalty, fine, Luc.; τῆς ἀταξίας for their disorder, Xen.