κακόχαρτος

From LSJ
Revision as of 11:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόχαρτος Medium diacritics: κακόχαρτος Low diacritics: κακόχαρτος Capitals: ΚΑΚΟΧΑΡΤΟΣ
Transliteration A: kakóchartos Transliteration B: kakochartos Transliteration C: kakochartos Beta Code: kako/xartos

English (LSJ)

ον, A rejoicing in evil, Ἔρις, ζῆλος, Hes.Op.28, 196, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 1305] der sich über Anderer Unglück freu't, schadenfroh, Hes. O. 28. 193. Nach Andern auch = worüber sich Böse freuen.

Greek (Liddell-Scott)

κακόχαρτος: -ον, χαιρέκακος, χαίρων ἐπὶ τοῖς ἀλλοτρίοις κακοῖς, Ἔρις κακόχαρτος, «ἡ χαίρουσα ἐν τοῖς κακοῖς, ἢ ἐν ᾗ χαίρουσιν οἱ κακοὶ» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 28. 194.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se réjouit du malheur d'autrui.
Étymologie: κακός, χαίρω.

Greek Monolingual

κακόχαρτος, -ον (Α)
αυτός που χαίρεται για τις ξένες συμφορές, χαιρέκακος («Ἔρις κακόχαρτος», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + χαρτός «αυτός που χαροποιεί» (< χαίρω)].

Greek Monotonic

κᾰκόχαρτος: -ον (χαίρω), αυτός που χαίρεται για τα ξένα βάσανα, χαιρέκακος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόχαρτος: радующийся чужому горю, злорадный Hes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόχαρτος -ον [κακός, χαίρω] genietend van ruzie.

Middle Liddell

κᾰκό-χαρτος, ον χαίρω
rejoicing in men's ills, Hes.