τριπόθητος

From LSJ
Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐπόθητος Medium diacritics: τριπόθητος Low diacritics: τριπόθητος Capitals: ΤΡΙΠΟΘΗΤΟΣ
Transliteration A: tripóthētos Transliteration B: tripothētos Transliteration C: tripothitos Beta Code: tripo/qhtos

English (LSJ)

Dor. -ᾱτος (s.v.l.), ον, thrice (i. e. much) longed for, ὦ τριπόθατε Bion 1.58, cf. Mosch.3.51; εἶαρ τ. Bion Fr.15.15; τ. Ἄδωνις Hymn. ap. Hippol.Haer.5.9; also in late Prose, as Luc.Hist.Conscr. 31, etc.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπόθητος: Δωρ. -ᾱτος, ον, ὁ τρὶς (δηλ. πολὺ) ποθητός, ἐπιθυμητός, ὦ τριπόθατε Βίων 1. 58, Μόσχ. 3. 51· εἶαρ τρ. Βίων 3 (6)· 15· τρ. Ἄδωνις Ὕμν. παρ’ Ἱππολ. (Ὠριγέν.) 5. 9· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστο. Συγγρ. 31, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois désiré.
Étymologie: τρίς, ποθέω.

Greek Monolingual

-η, -ο / τριπόθητος, -ον, ΝΜΑ, και τρισπόθητος ΝΜ, και δωρ. τ. τριπόθατος, -ον, Α
πάρα πολύ ποθητός (α. «τρισπόθητη λευτεριά» β. «θνάσκεις, ὦ τριπόθατε, πόθος δέ μοι ὡς ὄναρ ἔπτα», Βίων
γ. «τὴν τριπόθητον εὐδαιμονίαν κτησάμενος», Λουκιαν.)
μσν.
1. εκείνος τον οποίο αξίζει να ποθεί κάποιος, ο αξιαγάπητος («τῆς τριποθήτου στερηθῆναι ζωῆς», Ευσ.)
2. (για νεκρό) ο πολυαγαπημένος, ο αλησμόνητος («τὸ τριπόθητον ὄνομα Παμφίλου», Ευσ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που αναμένεται με ανυπομονησία, του οποίου τον ερχομό με χαρά αναμένει κανείς («τὸν τριπόθητον τῆς ἀναστάσεως σημαίνειν καιρόν», Κύριλλ.).
επίρρ...
τριποθήτως Μ
1. με έντονο πόθο
2. με μεγάλη προθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ποθητός (< ποθῶ)].

Greek Monotonic

τρῐπόθητος: Δωρ. τριπόθᾱτος, -ον, τρεις φορές (δηλ. πολύ) ποθητός, εξαιρετικά επιθυμητός, σε Βίωνα, Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐπόθητος: трижды вожделенный, долгожданный Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρι-πόθητος -ον driewerf gewenst, hevig gewenst.

Middle Liddell

τρῐπόθητος, δοριξ τρῐπόθᾱτος, ον,
thrice (i. e. much)longed for, Bion., Mosch.