ὑπεροπλίζομαι
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
English (LSJ)
(ὁπλίζω) vanquish by force of arms, οὐκ ἄν τίς μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο Od.17.268, acc. to Aristarch.; others expld. it as treat haughtily or scornfully:—Act. in Suid. (-ῆσαι Hsch.).
German (Pape)
[Seite 1199] dep. med., mit Waffengewalt überwinden, besiegen; οὐκ ἄν τίς μιν (αὐλήν) ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο, Ol. 17, 268, erobern, einnehmen, nach Aristarch; Andere erklärten verachten und übermüthig behandeln, s. Buttm. Lexil. II p. 215; als intrans., ein ὑπέροπλος sein, übermüthig u. frech sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεροπλίζομαι: μέλλ. -ίσομαι, ἀποθ.· (ὁπλίζω)· ― διὰ τῶν ὅπλων καταβάλλω, νικῶ, οὐκ ἄν τις μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο Ὀδ. Ρ. 268. ― Κατὰ τὸν Σχολιαστ. «ὑπεροπλίσσαιτο, ἤτοι ὑπερηφανήσει, ἢ εὐχερῶς ἐπιβουλεύσει». ― «Ὁ Ἀρίσταρχος ἀποδίδωσιν, νικήσειεν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὀμ. σ. 675, ἔνθα ἴδε καὶ τὴν γνώμην αὐτοῦ τοῦ Ἀπολλωνίου.
French (Bailly abrégé)
opt. ao. poét. 3ᵉ sg. ὑπεροπλίσσαιτο;
vaincre par la force des armes ; sel. d’autres traiter avec arrogance, acc..
Étymologie: ὑπέροπλος.
English (Autenrieth)
aor. opt. -σσαιτο: vanquish by force of arms; according to others, presumptuously blame, Od. 17.268†.
Greek Monolingual
Α ὑπέροπλος
υπερισχύω με τη δύναμη τών όπλων, κατανικώ ή, κατ' άλλους, συμπεριφέρομαι υπεροπτικά και αλαζονικά, περιφρονώ.
Greek Monotonic
ὑπεροπλίζομαι: (ὁπλίζω), μέλ. -ίσομαι· -οπλίσσαιτο, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ· αποθ., κατατροπώνω με τη δύναμη των όπλων ή (από το ὑπέροπλος), φέρομαι με περιφρόνηση, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεροπλίζομαι: одолевать силой оружия или дерзновенно захватывать (sc. αὐλήν Hom.).
Middle Liddell
fut. ίσομαι 3rd sg. epic aor1 opt. -οπλίσσαιτο ὁπλίζω
Dep. to vanquish by force of arms, or (from ὑπέροπλοσ) to treat scornfully, Od.