ὑπερχλίω Search Google

From LSJ
Revision as of 11:07, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερχλίω Medium diacritics: ὑπερχλίω Low diacritics: υπερχλίω Capitals: ΥΠΕΡΧΛΙΩ
Transliteration A: hyperchlíō Transliteration B: hyperchliō Transliteration C: yperchlio Beta Code: u(perxli/w

English (LSJ)

to be over-wanton or arrogant, S.Tr.281 (v.l. -χλιδῶντες).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερχλίω: ὑπερεντρυφῶ μετ’ αὐθαδείας ἔν τινι, κεῖνοι δ’ ὑπερχλίοντες ἐκ γλώσσης κακῆς, «ὑπερεντρυφήσαντες τῇ καθ’ Ἡρακλέους λοιδορίᾳ, ἢ ὑπερηφάνως λοιδορησάμενοι τῷ Ἡρακλεῖ» (Σχολ.), Σοφ. Τραχ. 281, - ὑπερχλίοντες εἶναι ἡ πρώτη γραφὴ ἐν τῷ Λαυρ. Ἀντιγράφῳ μετὰ ταῦτα μεταβληθεῖσα εἰς ὑπερχλιδῶντες.

French (Bailly abrégé)

c. ὑπερχλιδάω.
Étymologie: ὑπέρ, χλίω.

Greek Monolingual

Α
είμαι υπέρμετρα ηδυπαθής και αυθάδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + χλίω «ζω με τρυφή, με πολυτέλεια, μαλθακά»].

Greek Monotonic

ὑπερχλίω: ή -χλιδάω, είμαι υπερβολικά λάγνος, ακόλαστος ή υπερόπτης, αλαζονικός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερχλίω: кичиться, чваниться (ἐκ γλώσσης κακῆς Soph.).

Middle Liddell

or -χλιδάω
to be over-wanton or arrogant, Soph.