ἐπαρχία

From LSJ
Revision as of 10:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρχία Medium diacritics: ἐπαρχία Low diacritics: επαρχία Capitals: ΕΠΑΡΧΙΑ
Transliteration A: eparchía Transliteration B: eparchia Transliteration C: eparchia Beta Code: e)parxi/a

English (LSJ)

ἡ, A the government of an ἔπαρχος, or the district governed by him, = Lat. provincia, Plb.2.19.2, SIG888.45 (Scaptopara, iii A. D.), Str.3.4.20, 17.3.25 (pl.), D.S.37.10, 38.8, al., Act.Ap.23.34, Plu.Caes.4; of Carthage, empire, Phleg.Mir. 18. II military 'command', force occupying a district, Ph.Bel. 96.49 (pl.).

German (Pape)

[Seite 905] ἡ, Amt u. Würde des Eparchos; die Provinz, Plut. Caes. 4 u. öfter, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα, ἡ ἀρχὴ ἐπάρχου, Διοδ. Ἐκλ. 498, 77, Ἐπικτ. Διατρ. 4. 1, 55., 4. 7, 21, Πλούτ., κλ. 2) ἐπὶ τόπου, διαμέρισμα χώρας διοικούμενον ὑπὸ ἐπάρχου ἢ ἐπισκόπου, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Γ΄, 6 ὡς διάφ. γρ.), Πολύβ. 1. 15, 10., 1. 17, 5 κ. ἀλλαχοῦ, Στράβ. 3. 4, 20., 10. 4, 22., 12. 1, 4., 17. 3, 24, κτλ., Πράξ. Ἀπ. κγ΄, 34, κε΄, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 2597· ἐπιβαίνει ἀλλοτρίαις ἐπαρχίαις καὶ χειροτονεῖ ἐπισκόπους Φωτίου Βιβλιοθ. σ. 19. 16, ἔκδ. Βεκκήρου: - ἐνιαχοῦ δὲν εἶναι φανερὸν ἂν ἀναφέρηται εἰς τὸ διαμέρισμα, ὃ διοικεῖ ὁ ἔπαρχος ἢ εἰς τὸ ἀξίωμα αὐτοῦ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
province ou gouvernement, préfecture.
Étymologie: ἔπαρχος.

English (Strong)

from a compound of ἐπί and ἄρχω (meaning a governor of a district, "eparch"); a special region of government, i.e. a Roman præfecture: province.

Greek Monolingual

η (AM ἐπαρχία) έπαρχος
νεοελλ.
1. διοικητική περιφέρεια μικρότερη από τον νομό
2. κάθε περιοχή της χώρας εκτός από την πρωτεύουσα («ήλθε από την επαρχία»)
αρχ.-μσν.
1. η αρχή, το αξίωμα του έπαρχου
2. η διοικητική περιοχή που διοικεί ο έπαρχος («ἐκ μὲν τῆς Ρωμαίων ἐπαρχίας ἀσφαλῶς ἐπανῆλθον», Πολ.)
μσν.
1. εκκλ. περιφέρεια που περιέχει πολλές επισκοπές
2. εξουσία, αξίωμα
αρχ.
1. (για την Καρχηδόνα) κράτος
2. ο στρατός που κατέχει μια επαρχία.
η
1. αρχή, εξουσία («να πάψουν οι δόξες σου κι η επαρχία σου η τόση», Ερωφίλη)
2. αξίωμα («να πάρει στανικό σου την επαρχία σου», Ερωφίλη).

Greek Monotonic

ἐπαρχία: ἡ, το αξίωμα του επάρχου, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαρχία:область Diod.; в Риме (лат. provincia) провинция Polyb., Plut., NT.

Middle Liddell

ἐπαρχία, ἡ,
the government of a province, Plut. [from ἔπαρχος