παρθενικός

From LSJ
Revision as of 08:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενικός Medium diacritics: παρθενικός Low diacritics: παρθενικός Capitals: ΠΑΡΘΕΝΙΚΟΣ
Transliteration A: parthenikós Transliteration B: parthenikos Transliteration C: parthenikos Beta Code: parqeniko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for a maiden, σκευή D.S.16.26; ὁ π. χιτών Plu.Comp. Lyc.Num.3; ἀνὴρ π. LXX Jl.1.8 (cf. παρθένιος 1.2); π. ἀνδριάς statue of a matron represented as a maiden, BMus.Inscr.1047; παρθενικὰ πράττειν Ael.VH12.1. II παρθενικόν, τό, = ἀρτεμισία, Ps.-Dsc.3.113.

German (Pape)

[Seite 521] wie παρθένιος, jungfräulich, κόρη, Epigr. bei Ath. II, 61 b.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de jeune fille ; ἡ παρθενική, jeune fille vierge.
Étymologie: παρθένος.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενικός: -ή, -όν, (ἴδε τὸ προηγ.), ὡς τὸ παρθένιος, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παρθένον, ὁ π. χιτὼν Πλουτ. Λυκούργ. Κ. Νουμ. Σύγκρ. 3, πρβλ. παρθένιος˙ γῆ π., ἐξ ἧς ἐπλάσθη ὁ Ἀδάμ, Ἐκκλ.: Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐμάθ. 5. 6.

Spanish

virginal, virgen

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρθενικός, -ή, -όν, ΝΑ παρθένος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παρθένο, σε κορίτσι, ο κοριτσίστικος
νεοελλ.
1. συνεκδ. αυτός που συμβαίνει ή γίνεται για πρώτη φορά («παρθενικό ταξίδι»)
2. μτφ. αγνός, ηθικός («όπου 'χε σαν παρθενικό τριαντάφυλλο το στόμα», Σολωμ.)
3. φρ. «παρθενικός υμένας»
ανατ. μεμβράνη που κλείνει, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο τέλεια, την είσοδο του κόλπου στις παρθένους και η οποία είναι συνήθως ημικυκλική, σπανιότερα κυκλική, και διατιτραίνεται από ένα ή δύο στόμια
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ.παρθενική
ανύπαντρο κορίτσι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρθενικόν
το φυτό αρτεμισία
3. φρ. α) «παρθενικὴ νεῆνις» — παρθένος κόρη
β) «παρθενικά πράττειν» — το να εκτελεί, να κάνει κανείς έργα που αρμόζουν σε παρθένο
γ) «παρθενικὸς ανήρ» — ο σύζυγος παρθένου, ο πρώτος άντρας.
επίρρ...
παρθενικώς και -ά / παρθενικῶς, ΝΜ
με τρόπο που αρμόζει σε παρθένο.

Greek Monotonic

παρθενικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε παρθένα, αγνός, άσπιλος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

παρθενικός: девичий (χιτών Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθενικός -ή -όν [παρθένος] meisjes-:; ὁ παρθενικὸς χιτών de meisjesjurk Plut. Num. 25.7; poët. subst. ἡ παρθενική meisje.

Middle Liddell

παρθενικός, ή, όν
of or for a maiden, Plut.