ἀμείλικτος

From LSJ
Revision as of 12:52, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμείλικτος Medium diacritics: ἀμείλικτος Low diacritics: αμείλικτος Capitals: ΑΜΕΙΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: ameíliktos Transliteration B: ameiliktos Transliteration C: ameiliktos Beta Code: a)mei/liktos

English (LSJ)

ον, (μειλίσσω) A unsoftened, harsh, cruel, of words, Il. 11.137, 21.98; ἀρά Max. Tyr.12.6; of fetters, Hes.Th.659; μίτοι, of the thread of Clotho, IG12(7).301 (Amorgos); τὸ ἀ. Hierocl. in CA 13p.448M. II of persons, = ἀμείλιχος (implacable, relentless, unmitigated), A.R.3.337, Mosch.4.26. Adv. ἀμειλίκτως, ἔχειν τινί Ph.2.298, cf. Syrian.in Metaph.42.3; μοίρας ἀτυχούσης ἀμειλίκτως, of pitiless fate, App.BC4.54.

Spanish (DGE)

-ον
I 1implacable, inconmovible, carente de piedad de palabras, voz, etc. μειλιχίοις ἐπέεσσιν· ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσαν Il.11.137, λισσόμενος ἐπέεσσιν, ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσε Il.21.98, cf. ἀ. ἀρὰ Max.Tyr.6.6
de pers. o dioses ἀμειλίκτοιο Διός A.R.3.337, ᾍδης Bio Fr.12.3, χαλεπὸς εἰς ὀργὴν ἐγένετο καὶ ἀ. D.H.9.44, ὁ πατήρ I.BI 1.523, Ἥρη Nonn.D.8.353, Μοίρη GVI 961, pero tb. c. otras expresiones que significan ‘destino’ como ἀ. μίτοι del hilo de Cloto GVI 1904.12 (Amorgos)
de animales, de una serpiente ἀ. πέλωρ Mosch.4.26, (κύνες) φοβεροί τε καὶ ἄγριοι καὶ ἐντυχεῖν ἀμείλικτοι ὄντες Ael.VH 14.46, ἵππος (el caballo de Troya), ἀμειλίκτοιο φόβου τέρας Triph.289, μοῦνον ἀμειλίκτοιο κεράατα δείδιθι ταύρου Nonn.D.11.80
de abstr. δίκη Ph.1.472, ἀνάγκη Ph.1.697, διάνοια Plu.2.610a, μῆνις Adam.1.9
c. otras clases de palabras Στυγὸς ὕδωρ h.Cer.259, τεῷ ἐγκάτθετο κώλῳ ἰὸν ἀμείλικτον ποικιλόδειρος ἔχις Anyt.10.4P., παύσασθαι τὸν ἀμείλικτον χόλον D.H.8.52, ἀμειλίκτους κραδίης ὀδύνας IUrb.Rom.1379.7 (II/III a.C.), neutr. subst., Hierocl.in CA 13.3, cf. tb. Archil.193
neutr. adv. ἀμείλικτα ὀργίζεσθε estáis irreconciliablemente irritados Luc.Pisc.4.
2 de ataduras irrompible ἀμειλίκτων ὑπὸ δεσμῶν Hes.Th.659.
3 no mezclado ἀμείλικτον· ἄμικτον Hsch., cf. τὸ ἀκήρατον λέγειν τὸ ἄτρεπτον ..., τὸ ἀμείλικτον, τὸ ἄθικτον τῆς οὐσίας εἶδος Procl.in Ti.3.258.22, pero es más probable el sent. I 1 .
4 subst. de caracteres la insociabilidad τό τε ἄγριον καὶ τὸ ἀμείλικτον καὶ τὸ θυμοειδές Hp.Aër.23.
II adv. -ως implacablemente κατεγίνωσκεν App.BC 4.54, προνοεῖν Syrian.in Metaph.42.3, ἐπὶ καταλεύσει τι δρῶσιν ἀμειλίκτως ἔχοντες siendo implacables contra los que hacen algo ... para la subversión Ph.2.298.

German (Pape)

[Seite 120] nicht erweicht (adj. verb. von μειλίσσω), hart; Hom. zweimal, Iliad. 11, 137. 21, 98 ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσαν (-εν); – δεσμοί Hes. Th. 659; Anth. ἰόν Anyt. 23 (App. 6); Zeus Ap. Rh. 3, 337; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμείλικτος: -ον, (μειλίσσω) ὁ μὴ ἁπαλυνθείς, τραχύς, σκληρός, ἐπὶ λόγων Ἰλ. Λ.137, Φ. 98: ἐπὶ δεσμῶν, Ἡσ. Θ. 659. ΙΙ. ἐπὶ προσώπ. = τῷ ἑπομ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 337, Μόσχ. 4. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut adoucir, amer, dur.
Étymologie: , μειλίσσω.

English (Autenrieth)

(μειλίσσω): unsoftened, harsh, stern, relentless. (Il.)

Greek Monolingual

και -χτος, -η, -ο (Α ἀμείλικτος, -ον) μειλίσσω
ο δίχως οίκτο, σκληρός, αυστηρός, άκαμπτος, ανελέητος.

Greek Monotonic

ἀμείλικτος: -ον (μειλίσσω), τραχύς, σκληρός, αδυσώπητος, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμείλικτος: неумолимый, тж. неласковый, суровый (ὄψ Hom.; δεσμοί Hes.; ἄνδρες Plut.).

Middle Liddell

μειλίσσω
unsoftened, cruel, Hom., Hes.