ψελλισμός

From LSJ
Revision as of 11:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψελλισμός Medium diacritics: ψελλισμός Low diacritics: ψελλισμός Capitals: ΨΕΛΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: psellismós Transliteration B: psellismos Transliteration C: psellismos Beta Code: yellismo/s

English (LSJ)

ὁ, A stammering, ψελλισμοὶ γλώσσης Plu.2.650e. II metaph., indistinctness, ib.1066d, ποδάγρας ψ. unpronounced (i. e. suppressed) gout, Plu.Sull.26.

German (Pape)

[Seite 1393] ὁ, das Stammeln, Stottern, Plut. adv. Stoic. 16 Syll. 26 Symp. 3, 3, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 défaut de prononciation qui empêche d'articuler nettement certains sons;
2 p. anal. caractère indécis d'un mal à son début.
Étymologie: ψελλίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ψελλισμός: ὁ, τὸ ψελλίζειν, λαλεῖν ὡς παιδίον, ψελλισμοὶ γλώσσης Πλούτ. 2. 650Ε, πρβλ. 1066D· τρόπος προσποιητὸς τοῦ λέγειν, Ernesti Λεξικ. Ρητ. ΙΙ. μεταφορ., ποδάγρας ψελλισμὸς, ἀρχὴ, προμήνυμα ποδάγρας, Πλούτ. Σύλλ. 26.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ ψελλίζω
δυσχερής άρθρωση τών λέξεων, ψέλλισμα
αρχ.
1. (για δάσκαλο) βραδύτητα ομιλίας
2. προσποιητός τρόπος ομιλίας
3. μτφ. (κυρίως για νόσο) η πρώτη αμυδρή και ασαφής εμφάνιση («ποδάγρας ψελλισμός», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ψελλισμός: ὁ, μη ευκρινής προφορά του λόγου· μεταφ., ποδάγρας ψελλισμός, αρχή, προμήνυμα ποδάγρας, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ψελλισμός:
1) невнятное произношение, косноязычие (ψελλισμοὶ γλώσσης Plut.);
2) смутное начало, предвестники (ποδάγρας ψ. Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψελλισμός -οῦ, ὁ [ψελλίζω] gebrabbel.

Middle Liddell

ψελλισμός, οῦ, ὁ,
a pronouncing indistinctly: metaph., ποδάγρας ψ. unpronounced (i. e. suppressed) gout, Plut.