ἀποστυφελίζω
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
English (LSJ)
drive away by force from, τινά τινος Il.18.158, AP 7.603 (Jul. Aegypt.).
German (Pape)
[Seite 328] (s. στυφελίζω), mit Gewalt wegdrängen, vertreiben, αὐτὸν ἀπεστυφέλιξεν Iliad. 16, 703; νεκροῦ ἀπεστυφέλιξαν 18, 158; μόχθων Iul. Aeg. 58 (VII, 603).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστῠφελίζω: ἀπωθῶ, ἀποδιώκω τινὰ διὰ τῆς βίας, ἀπομακρύνω, τινά τινος Ἰλ. Σ. 158, Ἀνθ. Π. 7. 603.
French (Bailly abrégé)
repousser ou séparer avec violence : τινά τινος une personne d'une autre.
Étymologie: ἀπό, στυφελίζω.
English (Autenrieth)
only aor. ἀπεστυφέλιξε, -αν: smite back, knock back (from); τινός, Il. 18.158. (Il.)
Spanish (DGE)
(ἀποστῠφελίζω)
separar c. gen. separat., sin ac. expreso, (a Héctor) νεκροῦ Il.18.158, μόχθων AP 7.603 (Iul.Aegypt.)
•c. ac. y gen. separat. τρυφάλειαν ... κομάων Nonn.D.21.7
•c. ac. y giro preposicional arrojar Γλαῦκον ἀπεστυφέλιξαν ἐπὶ χθονὶ λυσσάδες ἵπποι Nonn.D.11.143.
Greek Monolingual
ἀποστυφελίζω (Α)
απομακρύνω διά της βίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + στυφελίζω «κτυπώ κάτι με δύναμη, τραντάζω»].
Greek Monotonic
ἀποστῠφελίζω: μέλ. -ξω, απωθώ κάποιον με τη χρήση βίας από, απομακρύνω από, τινά τινος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστῠφελίζω:
1) отталкивать, отгонять, оттеснять (τινά τινος Hom.);
2) отрывать, освобождать (μόχθων Anth.).