ἐξαπεῖδον
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
inf. ἐξαπιδεῖν: aor. without any pres. ἐξαφοράω in use, observe from afar, only in S.OC1648 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 870] (aor. zum ungebräuchlichen ἐξαφοράω), aus der Ferne bemerken, Soph. O. C. 1644.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαπεῖδον: ἀπαρέμφ. ἐξαπιδεῖν, ἀόρ. ἄνευ ἰδίου ἐνεστ. - Ἐν χρήσει εἶναι τὸ ἐξαφοράω, παρατηρῶ μακρόθεν, Σοφ. Ο. Κ. 1648· - ἐκ τῶν ἅπαξ λεγ.
French (Bailly abrégé)
ao.2 d'un verbe inusité;
remarquer ou voir de loin.
Étymologie: ἐξ, ἀπεῖδον ; cf. ἐξαφοράω.
Spanish (DGE)
v. ἐξαφοράω.
Greek Monolingual
ἐξαπεῑδον (Α)
(αόρ. χωρίς ενεστ. αντί ενεστ. χρησιμοπ. το ἐξαφορῶ)
παρατήρησα από μακριά, είδα σε απόσταση («στραφέντες ἐξαπείδομεν τὸν ἄνδρα», Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐξαπεῖδον: απαρ. -απιδεῖν, αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. ἐξαφοράω σε χρήση, παρατηρώ από μακριά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαπεῖδον: [aor. к *ἐξαφοράω издали увидеть, заметить (τινα οὐδαμοῦ Soph.).
Middle Liddell
inf. -απιδεῖν [aor2 without any pres. ἐξαφοράω
in use, to observe from afar, Soph.