παλίσσυτος

From LSJ
Revision as of 14:27, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίσσῠτος Medium diacritics: παλίσσυτος Low diacritics: παλίσσυτος Capitals: ΠΑΛΙΣΣΥΤΟΣ
Transliteration A: palíssytos Transliteration B: palissytos Transliteration C: palissytos Beta Code: pali/ssutos

English (LSJ)

ον, (σεύω, ἔσσυμαι) rushing back, π. δράμημα = hurried flight, S.OT193(lyr.); π. στεῖχε E.Supp.388; ὁρμῆσαι Plb. 15.12.2, cf. παλίσσυρτος; χολή Aret.SD1.15; π. φύσις recovering, Id.CA2.3.

German (Pape)

[Seite 452] zurückeilend; παλίσσυτον δράμημα νωτίσαι πάτρας ἄπουρον, Soph. O. R. 193; στεῖχε, Eur. Suppl. 404; sp. D., wie Nic. Ther. 571; Ap. Rh. 1, 1206; u. in Prosa, παλίσσυτα ὥρμησε τὰ θηρία, Pol. 15, 12, 2; Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίσσυτος: -ον, (σεύω, ἔσσυμαι) ὁ κατεσπευσμένως ὁρμῶν εἰς τὰ ὀπίσω, δρόμημα π., κατεσπευσμένη φυγή, Σοφ. Ο. Τ. 193· παλ. στείχειν Εὐρ. Ἱκέτ. 388· ὁρμᾶν Πολύβ. 15. 12, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se précipite en arrière.
Étymologie: πάλιν, σεύω.

Greek Monolingual

παλίσσυτος, -ον (Α)
αυτός που ορμά προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -συτος (< συτός < σεύομαι «ορμώ, καταδιώκω»), πρβλ. αυτό-σσυτος].

Greek Monotonic

πᾰλίσσῠτος: -ον (σεύω), αυτός που ορμά εσπευσμένα προς τα πίσω, δρόμημα παλίσσυτον, εσπευσμένη οπισθοχώρηση, σε Σοφ.· παλίσσυτος στείχειν, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίσσῠτος: устремляющийся назад, ведущий обратно: δράμημα παλίσσυτον Soph. спешное отступление; π. στεῖχε Eur. (по)спеши вернуться.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίσσυτος -ον [πάλιν, σεύω] terugsnellend, haastig.

Middle Liddell

πᾰλίσ-σῠτος, ον, σεύω
rushing hurriedly back, δρόμημα π. hurried flight, Soph.; παλ. στείχειν Eur.

English (Woodhouse)

going back

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)