στιβέω
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
English (LSJ)
tread, traverse, once in Pass., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν every side has been traversed, searched, S.Aj.874.
German (Pape)
[Seite 943] treten, betreten, – der Spur nachgehen, ausspüren, πᾶν ἐστίβηται πλευρὸν ἕσπερον νεῶν, Soph. Ai. 861, die ganze Stadt ist durchsucht.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. 3ᵉ sg. pf. Pass. ἐστίβηται;
c. στιβεύω.
Greek (Liddell-Scott)
στῐβέω: (στίβος) πατῶ, περιπατῶ, διέρχομαι, μόνον ἅπαξ ἐν τῷ παθ., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν, πᾶσα πλευρὰ ἔχει πατηθῇ, ἐρευνηθῇ, Σοφ. Αἴ. 874· πρβλ. ἀστιβής, ἀστίβητος.
Greek Monotonic
στῐβέω: (στίβος), πατώ, πορεύομαι, διέρχομαι — Παθ., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν, κάθε πλευρά έχει πατηθεί, κυριευθεί, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στιβέω [στίβος] betreden.
Russian (Dvoretsky)
στῐβέω: обследовать, разведывать: πᾶν ἐστίβηται - v.l. ἐστίβευται - πλευρὸν ἕσπερον Soph. вся западная сторона (лагеря) обследована.
Middle Liddell
στῐβέω, στίβος
to tread, traverse: Pass., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν every side has been traversed, Soph.