βαρύδικος

From LSJ
Revision as of 11:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαρύδῐκος Medium diacritics: βαρύδικος Low diacritics: βαρύδικος Capitals: ΒΑΡΥΔΙΚΟΣ
Transliteration A: barýdikos Transliteration B: barydikos Transliteration C: varydikos Beta Code: baru/dikos

English (LSJ)

ον, taking heavy vengeance, ποινά A.Ch.936.

Spanish (DGE)

(βᾰρύδῐκος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que se toma dura venganza ποινά A.Ch.936.

German (Pape)

[Seite 433] ποινά, schwere Rache übend, Aesch. Ch. 936.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύδῐκος: -ον, βαρεῖαν, μεγάλην ἐκδίκησιν λαμβάνων, Αἰσχύλ. Χο. 936.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui punit durement.
Étymologie: βαρύς, δίκη.

Greek Monolingual

βαρύδικος, -ον (Α)
εκείνος που παίρνει βαριά, σκληρή εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -δικος < δίκη «ποινή, τιμωρία»].

Greek Monotonic

βᾰρύδῐκος: -ον (δίκη), αυτός που λαμβάνει βαριά, σκληρή εκδίκηση, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βαρύδῐκος: сурово мстящий (ποινά Aesch.).

Middle Liddell

δίκη
taking heavy vengeance, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύδικος -ον βαρύς, δίκη zwaar straffend.