δυναστευτικός

From LSJ
Revision as of 11:22, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠναστευτικός Medium diacritics: δυναστευτικός Low diacritics: δυναστευτικός Capitals: ΔΥΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dynasteutikós Transliteration B: dynasteutikos Transliteration C: dynasteftikos Beta Code: dunasteutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, arbitrary, ὀλιγαρχία Arist.Pol.1298a32; oligarchical, αἵρεσις ib. 1306a18; ἰατρεία (opp. πολιτική) ib.1272b3; πόλεις καὶ χῶραι Phld.Rh.2.145 S.; λόγος Plu.2.818a; tyrannical, δούλωσις Porph.Abst.1.8.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1dinástico ὀλιγαρχία Arist.Pol.1298a32, αἵρεσις δυναστευτική elección de carácter dinástico e.e., favorable a los intereses de algunas familias, en Élide, Arist.Pol.1306a18.
2 propio de la tiranía op. πολιτικός: (ἰατρεία) οὐ πολιτικὴ ἀλλὰ δυναστευτική remedio no propio de un régimen constitucional, sino de un poder tiránico Arist.Pol.1272b3
propio de un déspota λόγος Plu.2.818a, δούλωσις Porph.Abst.1.8.
3 poderoso, hegemónico πόλεις Phld.Rh.2.145S., ἀνθρώπ[οις] μεγαλοπλούτοις καὶ δυν[α] στευτικοῖς Phld.Adul.5.3G.
II adv. -ῶς despóticamente ποιοῦντας ... πολλὰ δ. καὶ αὐτονόμως Eust.1727.10.

German (Pape)

[Seite 673] den δυνάστης betreffend, Arist, pol. 2, 10 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δῠναστευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ὅμοιος πρὸς δυνάστην, αὐθαίρετος, ἀντίθ. πολιτικός, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 13, πρβλ. 4. 14. 7, 5. 6, 11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui convient au pouvoir absolu, ou au possesseur d'un pouvoir absolu.
Étymologie: δυναστεύω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δυναστευτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη, δεσποτικός, τυραννικός.

Russian (Dvoretsky)

δῠναστευτικός: самовластный, абсолютный (ὀλιγαρχία Arst.; λόγος Plut.).